Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

Στην Ευσεβία και τον Σταύρο Τζεδάκη


Copyright © Paris Prekas
Από την Έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη
 
          Ο Θεός το αποφάσισε και τις έφερε όλες σε τούτη τη γειτονιά ώστε να συνδράμει η μια την άλλη και πάντοτε να είναι παρούσες σε ό,τι κι αν τους συνέβαινε: σε αρρώστιες, γιορτές και ξενιτεμούς. Όλες κεντήστρες, χρυσοχέρες και πρώτες στη λάτρα του σπιτικού τους και στην κατασκευή του μπακλαβά και όλων των γλυκών της χρονιάς, ανάλογα με την κάθε εορτή, αφοσιωμένες στα έθιμα που μετέφεραν από τη Σμύρνη και τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Οι λαδωμένες λαμαρίνες με τα έργα τέχνης της εύγεστης ζύμης, με τα περίτεχνα σχέδια και τις ξακουστές αυγούλες –πλεξούδες ή μεγάλες σε σχήμα μαργαρίτες, γύρω από ένα κόκκινο αυγό– με τ’ όνομα κάθε μέλους της οικογένειας, δημιουργούσαν στο φούρνο της πλατείας, την αίσθηση της εκστρατείας των τσουρεκιών στην κατάκτηση της γεύσης. 
          Κάποτε όπως έλεγαν: Μία νοικοκυρά δεν είχε τα χρήματα ν’ αγοράσει τα υλικά για τα φτιάξει μπακλαβά κι αποφάσισε να πουλήσει τα κεραμίδια του σπιτιού της, ώστε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό, που δεν ήταν άλλο από ένα εικοσάρικο, για να τελέσει το έθιμο, επειδή ήταν χρονιάρες μέρες και το απαιτούσε η παράδοση – θα ήταν απρέπεια απέναντι στους μουσαφίρηδες να μην έχει να τους τρατάρει με ό,τι προστάζει η χαρμόσυνη μέρα. Γυρνώντας όμως σπίτι της με το συμφωνηθέν ποσό από τον παλιατζή, ανακαλύπτει ότι το έχει χάσει. Τρέχει λοιπόν στην εκκλησία του Άη Νικόλα και γονυπετής τον παρακαλά να βρει το εικοσάρικό της, ικετεύοντάς τον: «Άη Νικολάντσιν μου να εύρω το εικοσαράντσι μου και θα σε δώσω ένα τάλαρο». Γυρίζοντας αλαφιασμένη όπως ήταν στο σπιτικό της, έψαξε την αυλή και όλες τις κάμαρές του, αλλά οι προσευχές της στον Άγιο δεν απέδωσαν. 
          Τρέχει μισοαπογοητευμένη στον καμπινέ και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της – να δροσίσει τη φούντωσή της – από το κρεμαστό τσίγκινο δοχείο με τη βρυσούλα, και μετά ξεπορτίζει συγχυσμένη ξανά με κατεύθυνση τον Άγιο. Άρχισε πάλι τις γονυκλισίες και τα παρακαλετά, με τη διαφορά τώρα ότι θα προσέφερε στη χάρη του, αν το έβρισκε, ένα δεκάρικο. Όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν το προσδοκώμενο ούτε τη δεύτερη φορά, όπως και την τρίτη, παρότι ανέβασε την προσφορά στο τάμα της στις δεκαπέντε δραχμές και με τις παρακλήσεις της, επίσης, ήλπιζε ότι θα έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα. Όμως τζίφος. Επανέρχεται τότε για τέταρτη φορά στον Άγιο συγχυσμένη και του λέει: «Άη Νικολάτσιν μου να εύρω το εικοσαράντσι μου και ούλο δικό σου, χαλάλιν σου!» Και ω του θαύματος, γυρνώντας στο σπίτι της, το βρήκε στην άκρη της αλτάνας με τα χρυσάνθεμα καθώς είχε ξεχάσει ότι πριν το συμβάν τα ξεχορτάριαζε από τ’ ανεπιθύμητα ζιζάνια.
          Δίχως δεύτερη σκέψη, κλείνει αφηρημένα την εξώπορτα του σπιτιού της και, φθάνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας φουρκισμένη όπως ήταν, σηκώνει φωνή ωσάν μαινάδα σε παράσταση τραγωδίας και λέει: «Άη Νικολάντσιν μου δεν σε δίνω τίποτις γιατί είσαι πλεονέχτης!» κι αμέσως γυρίζει την πλάτη της και φεύγει μεγαλοπρεπώς, μα και γαληνεμένη για το παντοπωλείο της πλατείας.
          Τέτοιες ιστορίες άκουγες τ’ απογεύματα με το κέντημα ανά χείρας, έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού της γειτόνισσας, που είχε σειρά κάθε φορά για να κεράσει τον τούρκικο καφέ –σ’ αυτά τα μικρά φλιτζανάκια, που έμοιαζαν με τα χρυσά τους σχέδια ότι αντανακλούσαν την ευπρέπεια και την ηθική του κατόχου του– για να βρεθούν και ν’ ανταλλάξουν όλες μαζί κουβέντες και τα νέα της γειτονιάς. Η Βεντζέλενα, η Βαγγελιώ, η Κατίνα, η Αντωνία, η Καλλιόπη, η Ματρόνα, η Λιλίκα, η Ντελίδαινα (Στέλλα), η Σταματία (του Κόνσολα), η Κλεοπάτρα, η Διονυσία και η Σώλαινα (Τασία) συνδράμανε όχι μόνο η μια την άλλη, αλλά κι όπου αλλού τις καλούσε το καθήκον του κάθε συνανθρώπου τους, και στις από πάνω γειτονιές της κοινότητας, δίχως ανταγωνισμούς και με το συναίσθημα της προσφοράς και της αλληλεγγύης ανεπτυγμένο στο μέγιστο βαθμό. Χρόνο με το χρόνο, η παρέα μεγάλωνε με τις νεόφερτες οικογένειες από άλλα μέρη της Κρήτης.
          Έλα μπρε να με διώξεις τις μίες, ζητούσε κάθε φορά που με έβλεπε να περνώ μπροστά από το δωματιάκι της, στην άκρη της αυλής του σπιτιού της θείας μου της Λιλίκας, η γιαγιά Ελευθερία.
          Μα γιαγιά δεν υπάρχουν μύγες, της απαντούσα τις περισσότερες φορές που μου το ζητούσε. Είχε βαρύνει πια και, μες στα βαθιά της γηρατειά, οι σκιές στους τοίχους ήταν γι’ αυτήν μεγάλες μύγες ή αρπαχτικά όπως έλεγε τους Τούρκους, κατάλοιπο της μικρασιατικής καταστροφής.
          Άμα φύω θα με ξεχάσεις μπρε, με ρωτούσε όταν δεν συνέτρεχα στις παραξενιές της.  Εμένα, μπρε, με λέγανε Ελευθερία Καπετάνιου, πριν με νυμφευθεί ο παππούς σου· ήλιος δεν μ’ έβλεπε, έπρεπε να είμαι ολόλευκη ωσάν το γάλα, μόνο οι πλύστρες και οι παρακατιανές ήταν ηλιοκαμένες σαν τις γύφτισσες. Στην πόρτα του αρχοντικού μας, υπήρχε σε μάρμαρο σκαλισμένο ένα κριάρι, αυτό ήτο το οικόσημό μας. Εκατό κολλήγους είχε ο παππούς σου. Ας όψονται οι πολιτικοί στην Ελλάδα που μας εφάανε. Όλα αυτά τα είχα ακούσει δεκάδες φορές.
          Ίντα είναι αυτά που λες στο παιδί Καρβέλαινα; Αυτά πιο εν περάσανε. Ίντα θες και τα σκαλίζεις; της απαντούσε η κυρά-Πάτρα.

Copyright© 2000-2009 Fred E. Salmon, Jr.
Theriso, Crete Oil on Multimedia Board
          Εκεί υπήρχε μια μεγάλη μουριά μες τη μικρή αλάνα, δημιουργώντας ίσκιο το καλοκαίρι και ήταν το πιο σύνηθες σημείο της συγκέντρωσης όλων των γυναικών. Δεξιά υπήρχαν σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Φανουρίου, μετόχι της Χρυσοπηγής, περιοχή του Δήμου Ηρακλείου. Το σπίτι μας ήταν εκεί δίπλα, μετά από ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα. Από εκεί είχες θέα στην είσοδο του λιμανιού, αφού υπήρχε μια υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της θάλασσας. Μετά τον εσπερινό ή την πρωινή λειτουργία, το προαύλιο της εκκλησίας γέμιζε με παιδικές φωνές και παιχνίδια και η μοναχή Ξένη, μας μοίραζε κομμάτια άρτου και φανουρόπιτας. Η μοναχή Ξένη ήταν σαν δεύτερη μάνα μας· όταν αναπαύθηκε εις τους ουρανούς, μαθαίναμε λίγο- λίγο σε πόσους συνανθρώπους μας είχε συμπαρασταθεί οικονομικώς και με όσες δυνατότητες είχε. Κάθε φορά που την επισκεπτόταν ο ανιψιός της Χαράλαμπος Γαργανουράκης –σπουδαίος λυράρης– πετούσε στα ουράνια από τη χαρά της.
          Ήταν γιος της αδελφής της Ερασμίας, από το χωριό Άγιος Θωμάς του Νομού Ηρακλείου. Μικρό παιδί όπως ήμουν, αντιλαμβανόμουν μ’ ένα περίεργο τρόπο τα συμβάντα γύρω από τη μικρή μας γειτονιά και τις συζητήσεις των μεγάλων, λες και ήμουν ταγμένος να παρατηρώ τα πράγματα, και τα απογεύματα στο εσωτερικό προαύλιο του ναού, στο τσιμεντένιο πεζούλι, με τον μοναχό Μακάριο να κάνουμε αναλύσεις, προσπαθώντας να τον εντυπωσιάσω. Ήταν άγιος άνθρωπος και εξομολογητής ξακουστός σε όλο το νησί. Ερχόταν από τη μονή της Αγκαράθου, της Επαρχίας Πεδιάδος, για να επιτελεί το έργο του. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις και η καθημερινότητα μας είχαν ως επίκεντρό τους τον θαυματουργό Άγιο Φανούριο. Κατά χιλιάδες συνέρεαν κάθε χρόνο στη χάρη του με τάματα, πρόσφορα και αρτοκλασίες.
          Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν μία από τις ημέρες της συλλογικής προσφοράς, με το στολισμό του Επιταφίου. Η γνωστή γυναικοπαρέα, και με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, πιάναμε δουλειά από το χάραμα. Κάθε παιδί, μ’ ένα πανέρι στα χέρια, τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι και μας έδιναν κάθε λογής λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου· οι γυναίκες αναλάμβαναν να τον ντύσουν με μεράκι σαν πολύχρωμο κέντημα. Το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν κατανυχτική ψέλνοντας τα εγκώμια όλοι μαζί, με μπροστάρηδες εμάς τα παιδιά, αφού είχαν προηγηθεί και οι απαραίτητες πρόβες. Το Μεγάλο Σάββατο, μαζεύαμε ξύλα και πάνω στο σωρό τοποθετούσαμε ένα ομοίωμα του Ιούδα και του βάζαμε φωτιά στο πρώτο Χριστός Ανέστη, με τον ήχο των χειροποίητων βαρελότων.
          Τη μέρα της Αναλήψεως, η ακτή δίπλα από το παλιό λιμάνι του Ηρακλείου γέμιζε κόσμο, και η κάθε οικογένεια έστρωνε μία κουρελού και όλοι απολαμβάνανε τα φαγητά που η κάθε νοικοκυρά προετοίμαζε αποβραδίς. Το έθιμο ήταν, μετά το πέρας της συνεύρεσης, να κουβαλά ο κάθε αρχηγός του σπιτιού μια πέτρα μέσα από τη θάλασσα που επάνω της είχαν φυτρώσει φύκια, ως γούρι κι επίκληση για ευημερία και καλή σοδειά από τους αμπελώνες και τους ελαιώνες της φαμίλιας.
          Νίκο! Αντώνη!
          Ορίστε, κυρά Καλλιόπη, απάντησαν με μια φωνή οι φίλοι μου.
          Σήμερα θα μαγειρέψω ντολμαδάκια με φρέσκα φύλλα, να έλθετε να φάμε παρέα.
          Αχ, μητέρα Καλλιόπη, γιατί μου το κάνετε αυτό; απάντησε ο Νίκος, και συνέχισε: Έχω γίνει ένας κοιλιόδουλος, αλλά τα ντολμαδάκια σας με κολάζουν και θέλω να φάω όλο το τσουκάλι.
          Τι είναι αυτά που λες παιδί μου, πάνω στην ανάπτυξή σου! Να τα φας όλα, με τόσο διάβασμα, αγαθοεργίες και νυχτερινές λειτουργίες σε πολλούς ναούς και παρεκκλήσια, θα πέσεις κάτω! Και ψελλίζοντας συνέχισε: «Ήμαρτον Θεέ μου, μ’ αυτό το παιδί,κι εσύ όμως, το περνάς από πολλές δοκιμασίες.»
          Ο Αντώνης όπως πάντα λιτοδίαιτος, άκουγε μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα τη συζήτηση, αποδεχόμενος σιωπηρά την πρόσκληση. Ήμασταν και οι τρεις παιδιά της εκκλησίας και αχώριστοι φίλοι, ταγμένοι στο Θεό με μια έμφυτη κλίση προς αυτό. Ο Νίκος πρόσεχε να μην πατήσει ούτε μερμήγκι στο πέρασμά του, ευγενής και προσηνής, με τον καλό λόγο πάντα στο στόμα. Ο Αντώνης ήταν ευγενής μα και απόμακρος, πολλές φορές ένιωθα ότι πάλευε με κάτι εντός του, προσπαθώντας να βρει τη γαλήνη μέσα του· μετά ανακάλυψα ότι ένας του αδερφός, κοσμοπολίτης, ήταν επιθετικά αντίθετος με την επιλογή του προς την εκκλησία.
          Να μου το θυμηθείς! Σ’ αυτά τα παιδιά κάποια μέρα, θα ευοδωθούν οι κόποι τους και θα γενούν μεγάλοι και τρανοί. Εσύ να δω τι θα κάνεις, που θες να ξέρεις τι γίνεται στον κόσμο και δεν βρίσκεις ένα σκοπό να συντελέσεις. Η Μάνα μου δεν είχε άδικο, έπρεπε ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις να ισορροπήσω και να βρω το δρόμο μου. Από τη μια ο άξιος πατέρας μου, με τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του, κι από την άλλη η μάνα μου, με την απέραντη πίστη στον Θεό και με σκοπό της ζωής της την προσφορά στους συνανθρώπους μας. Έπρεπε να περάσω από τη μεγάλη ατραπό της ζωής μου –ίσως και προσωπική επιλογή– για να αντιληφθώ το πιο απλό πράγμα, που εμπεριέχει τα πάντα μέσα του: «Αγαπάτε αλλήλους». Ο φίλος μου ο Νίκος Χορευτάκης και νυν Πατριάρχης και Πάπας Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, βρήκε το δρόμο του προς τον Θεό με το θεάρεστο έργο του, όπως και ο Αντώνης Δημητρίου, Μητροπολίτης στα βάθη της Αφρικής (Θεόδωροι εν Χριστώ και οι δύο). Εγώ ακόμα παλεύω στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του αγνωστικισμού, ωσάν άπιστος Θωμάς. Όταν βρέθηκα στα Ιεροσόλυμα στην αρχή της εφηβείας μου, στη σχολή του Πατριαρχείου, έξω από τα τείχη στη Σιών, ένας συμμαθητής μου, που αντιλαμβανόταν τις ανησυχίες, μου μια μέρα μου μίλησε με διακριτικότητα: "Αδελφέ μου, ο Θεός έχει όραση και ενόραση των πάντων, ο άνθρωπος όχι! Εσείς στη Κρήτη χορεύετε τον πεντοζάλη, κι όλες οι κινήσεις του χορού δείχνουν μιαν ετοιμότητα για πόλεμο, εξ’ αιτίας των πολλών κατακτήσεων που υπέστη το νησί σας. Εσύ, όμως, δεν έχεις λόγο ανησυχίας· ασχολήσου μόνο με το Θεό. Εδώ δεν υπάρχουν καταχτητές, μόνο μέσα σου· και αν το θες, «ειρήνη υμίν»."
          Ακούετε φιλενάδες μου ίντα άκουσα εψές βράδυ από το στόμα της γιαγιάς μου, λέει η Ματρόνα.
          Τι άκουσες μαρή Ματρόνα; ρώτησαν με μεγάλη περιέργεια οι περισσότερες στην παρέα.
          Όταν, λέει, μια χρονιά ετρυγούσανε, βρήκαν επάνω σε μια κορμούλα της άμπελος μια φωλιά οχιάς με τ’ αυγά της. Για να κάνουσι χωρατά, επήρασι τ’ αυγά του ζωντανού και τα έκρυψαν. Επερίμενάν το κι όταν εγύρισε και δεν εβρήκε τ’ αυγά του, έφυγε και πήε κάτω από την ελιά που ήτο το σταμνί με το νερό κι έφτυσε μέσα το δηλητήριόν του. Μετά εξανάβαλαν τ’ αυγά και η οχιά εγύρισεν εις το σταμνί, κουλουριάστηκεν γύρω του σφικτά, έως που το ’σπασε για να μην πίουσι το νερό και φαρμακωθούνε.
          Την ελιά εφοβήθηκε, επειδή κι αυτή εψήφισεν στις εκλογές κι έχει πολιτικόν μέσο καημένη μου. Τ’ ακούς τι σε λέω εγώ; αποφάνθηκε η κυρά Σόλενα. Όλες άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια, κοιτώντας τη μουριά μήπως ψήφησε κι αυτή στις εκλογές.
          Στο προαύλιο του Αγίου Φανουρίου, στο τσιμεντένιο του πεζούλι, ξαποσταίνουν, αφού πριν προσκυνήσουν τη χάρη του, χιλιάδες άνθρωποι που συρρέουν κάθε χρόνο, ζητώντας του να κάνει το θαύμα του στο πρόβλημά τους. Στην αυλή του ονειρεύτηκαν και τον παρακάλεσαν άνδρες και γυναίκες που σήμερα διαπρέπουν στα Γράμματα και στις Τέχνες σ’ Ευρώπη και σ’ Αμερική. Εκεί γεννήθηκε η σημαντική τραγουδοποιός κι ερμηνεύτρια Γεωργία Βεληβασάκη, όπως και ο τραγουδιστής Ανδρέας Σμυρνάκης που έφτασε να τραγουδήσει στην έδρα του ΟΗΕ στην Αμερική, παρουσία αρχηγών πολλών κρατών. Εδώ γνώρισα τον αείμνηστο τραγουδιστή και μετέπειτα ανθρωπιστή φίλο μου Διονύση Θεοδόση, όπου στον παγκρήτιο διαγωνισμό τραγουδιού διακριθήκαμε μαζί με τον σπουδαίο Μανόλη Λιδάκη, και τράβηξε καθ’ ένας το δρόμο του.
          Στη σάλα, το ραδιόφωνο με τις λυχνίες και τα μεγάλα κουμπιά προστατευόταν από τον πατέρα μου ως κόρη οφθαλμού. Στη φωτισμένη του επιφάνεια υπήρχαν σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Τα βράδια, με πολλές προφυλάξεις και σε χαμηλή ένταση, άκουγε τα δελτία ειδήσεων στα Ελληνικά από τα Τίρανα και τη Μόσχα. Οι καιροί τότε ήταν επικίνδυνοι με την πολιτική αστάθεια της χώρας. Συλλήψεις, κακουχίες, καρφώματα, ξυλοδαρμοί και ξερονήσια, και τόσα άλλα δεινά, για όλους εκείνους που πάλευαν για τη Δημοκρατία και την ελεύθερη έκφραση.
          Το πρωί, όπως άνοιγε το παράθυρο η μάνα για ν’ αεριστεί το σπίτι, βλέποντας τα καράβια που σφυρίζοντας εισέρχονταν στο λιμάνι, έσβηναν με μιας οι στεναχώριες της προηγούμενης μέρας, καθώς η θάλασσα μου χαμογελούσε με το γαλάζιο της βλέμμα και με προσκαλούσε σε καινούριες περιπέτειες και σε ταξίδια αναψυχής, της καρδιάς.

Copyright© 2000-2009 Fred E. Salmon, Jr.
Greek Chairs Oil on Board

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


 

 
Στο Αερικό

 
Στις παρυφές του ουρανού
Μεστώνει το σκοτάδι
Και με τα χνώτα του βουνού
Μες στο ολόφωτο του νου
Θα βρει γιορτή το χάδι

 
Ποτάμι θέλει η ψυχή
Μια θάλασσα η σκέψη
Και της καρδιάς η αμυχή
Σαν αηδόνι να ηχεί
Προτού να σε στερέψει

 
Εσύ βαστάς στην ξενιτιά
Της πέτρας έχεις φλέβα
Κι εγώ γυρεύω τη γητειά
Που κρύβεται μες στη φωτιά
Και στα νερά του Νέβα

 
Είσαι κοχύλι του Σινά
Ψυχάρι της ερήμου
Και ποιος χρησμός να μεριμνά
Όταν μου στέλνεις τα δεινά
Με χρώματα ονείρου

 
Στην κορυφή της προσμονής
Με τα πουλιά γυρνάω
Και σ’ ένα νεύμ’  απαντοχής
Γράφω στη λάσπη της βροχής
Το πόσο σ’ αγαπάω

 
Πάνω στο κύμα περπατάς
Και λάμνεις στον αέρα
Όπου κοιτάξω με χτυπάς
Σαν μια κλωστή σου με πετάς
Στης λησμονιάς τη μέρα

 
Στον Ελικώνα τριγυρνώ
Κι ελλέβορο γυρεύω
Να βρω το φως τ’ αληθινό
Στο μέσα δρόμο ν’ ανοιχτώ
Την πίκρα να παλεύω
(τραγούδι)

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ο ΘΕΟΣ Ο ΑΘΕΟΣ


 

Στην Γεωργία Βεληβασάκη
Και τον Ανδρέα Σμυρνάκη

 

Στο εκμαγείο του στοχασμού σείεται
Ο Θεός ο άθεος της μνήμης.
Αύτανδρο το σώμα σε αυτόκλητο βυθό
Τον εσωκλείει εντός του. Ένα πουλί πέφτει
Επάνω στον καθρέφτη των αντανακλάσεων
Του ήλιου στα κύματα και
Ραγίζει τα κάλπικες ερμηνείες
Της συνήθειας , σωρεύοντας ορφανά
Μηνύματα με τους κωδικούς
Των αποστάσεων.

Μερόνυχτα αλλοπαρμένα σε κιγκλιδώματα
Των ήχων συνωστίζονται, καθώς
Συντάσσουν ερωτήματα στα ρείθρα,
Με τα τσαλακωμένα φύλλα των εφημερίδων.

Αχαρτογράφητοι βίοι συνδράμουν ασθμαίνοντας,
Με βεγγαλικά πλανέματα το απρόσμενο
Της ειμαρμένης.
Το μέλλον εξορμά αδίστακτα, καθώς
Διαβάζει το φως, πίσω από τα τείχη
Του αδιανόητου, με την αλισάχνη
Των στιγμών φωτίζοντας τις μεταμέλειες,
Που απόκτησαν όνομα και διεύθυνση,
Στα υψίπεδα των λογισμών.

Η σελήνη ακροβολίζεται στις οροφές
Της αϋπνίας μας και μας σταμπάρει
Ως αδέσποτες ζωές στο περιθώριο
Του χρόνου.
Συνεχώς μετακομίζουμε με τους χειμωνανθούς
Των αναμνήσεων, σταθμεύοντας τις νύχτες
Στα εκδοτήρια των δρόμων, ακούγοντας
Τα δελτία των ανέμων, όπως υπαγορεύουν
Το νόστο σε άγραφους μήνες οδύσσειας,
Των διαδρομών μας.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΟΧΕΣ ΜΕ ΒΡΟΧΈΣ


1-Φιλοπαίγμων χρόνος: 1,50 ο ελληνικός
2,50 ο NES
και 0,00 το πένθος του απολεσθέντα χρόνου.

2-Η κατακλυσμιαία βροχή διήρκεσε
αρκετές ημέρες. Όταν σταμάτησε
και φάνηκε το ουράνιο τόξο,
το καράβι ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
περνούσε πλέον μέσα από το σπίτι μου.

3-Ήταν μοναχικός άνθρωπος. Κάθε πρωινό
γέμιζε τη φούχτα του με σπόρους και τάιζε
αόρατα πουλιά. Μετά μάθαμε ότι ήταν λήπτης
δωρεάν οργάνων, από το γαλαξία των Κβάζαρς.

Μονόστηλα
1 Ζήτησα ένα πέλαγο και μου έδωσες
ένα ποτήρι νερό και σ’ ευχαρίστησα γι’ αυτό.
Έπειτα όμως σκέφτηκα, ότι έπρεπε κι εσύ
να με δεις σαν κατάδικο.

2…με κούρασε ο εαυτός μου, με κούρασαν κι αυτοί
 οι ποιητές που χρησιμοποιούν τους μονολόγους
ωσάν αντισηπτικά της υστεροφημίας τους.
-Αγαπητέ, μήπως καθρεφτίζεις  τον εαυτό σου;

3 …λουλουδάκι του γκρεμού σε λέω
κι όλο ρωτώ που σ’ αγαπώ αν φταίω
κι όμως φταίω

4…μου ζήτησες τσιγάρο και σου έδωσα, όπως
και όνομα. Σε είπα έρωτα. Όμως δεν ήθελα
ν’ ακούσω το βλέμμα σου που κραύγαζε, εδώ ο θάνατος.

5 … το μόνο πράγμα που κουβαλά η ζωή
μέχρι το τέλος της, είναι η σύμβαση του τέλους.

6… μη μου αναστενάζεις, μοναξιά στάζεις και
θα μου κρυώσεις.

7…σε τι διαφέρει η ποινική φυλακή,
από τη φυλακή έξω;
-Στα τετραγωνικά ανόητε.

 8…ισόβια κάθειρξη…
…αποζητώ το θρόισμα της πρώτης μου αμαρτίας
καιρό με ανθοφόριζε και μ’ έκανε Θεό
κι όσο τρυγούσα νόημα με χνώτα της απληστίας
στητό το σώμα τσάκιζα σε θραύσμα νοητό.

ΑΒΙΩΤΟΣ ΒΙΟΣ


 

Στον Άλκη και στην Εβίτα

 

Αναχωρητής από την έρπουσα συνθηκολόγηση
Και ανελέητος, περπατώντας μερόνυχτα
Σε αφιλόξενη γη, έκανα το βράχο λίκνο μου
Κι αποκοιμήθηκα ως κλειδοκράτορας κι αυτήκοος
Της σιωπής, όταν ξάφνου πέρασα το παραπέτασμα
Του χρόνου κι ένας πελιδνός γέροντας πειρατής
Πλησιάζοντάς με, μου χάρισε τα φοινικικά
Δαχτυλίδια της λησμονιάς.
Τείχισε με απόρθητα κάστρα το δρόμο μου,
Κι άφησε έξω την ανθρώπινη μορφή μου.

Περιβεβλημένος με σύννεφο αγαλλίασης
Κι ανερμήνευτος, λάμνω με φωτεινές σκιές
Και αετόσωμα ξωτικά σε πολύχρωμα ποτάμια.
Άνθρωπος όμως κανένας, δεν ήξερε
Ότι το μισό μου εαυτό, τον είχα αποτυπώσει
Στην ατμόσφαιρα του δωματίου μου
Ανακαλύπτοντας τώρα κρυφίως,
Τους ανεξίτηλους ερειπιώνες του αβίωτου βίου μου,
Με τ’ ασυλλάβιστα εσώτερά μου.

Τώρα μπορώ να ριζώνομαι στα κύματα,
Ωσάν τον Οδυσσέα και τον Προμηθέα μαζί και
Ν’ αυτοπροσδιορίζομαι μ’ ένα άυλο σώμα,
Ανασαίνοντας και θάνατο μαζί, χωρίς
Όμως να πεθαίνω, με τα αειθαλή
Ταξίδια της ψυχής μου. 

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΜΑΡΑ



Αεικίνητος κι εντός του, φορούσε τον καιρό της θύελλας,
με μικρές απομιμήσεις θαυμάτων στα μάτια, όπως χανόταν
με τα μαβιά λουλούδια στο βλέμμα,
μέσα στα μερόνυχτα της τρικυμίας του, με τους καπνισμένους τοίχους
και την υδατογραφία στη μεγάλη κάμαρα,
ωσάν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, να εξαγνίζει τη διαπάλη
της στιγμής, στο σύμμεικτο και ανάκατο κόσμο της σκέψης του.
Το πολύχρωμο γυαλί με τους κηροστάτες αντιφέγγιζε
τη θλίψη της ατμόσφαιρας, με την πρόζα απρόσκλητου συνδαιτυμόνα
με τεχνάσματα κατανόησης σε άγνωστη γλώσσα, απαστράπτουσα.

Η σκονισμένη πλάκα στο φωνογράφο είχε ν’ ακουστεί κάποια χρόνια,
ρεμβάζοντας  στη σκόνη και θρέφοντας τους απόηχους
του δρόμου και τις οκνές σκιές, στο μισοσκόταδο της μεγάλης κάμαρας.
Ψηλαφούσε τα σκοτάδια περπατώντας στο ημίφως.
Το εκατόφυλλο ρόδο στο βάζο τού έγνεφε διψασμένο, συμφωνώντας
με τις ενδόμυχες σκέψεις του, ότι τα ποτάμια όλων των ζωών,
σμίγουν σ’ ένα, αλλά οι άνθρωποι το παραβλέπουν.
Μόνο τους αρμούς στο ταξίδι τους καλαφατίζουν στο ίδιο καρνάγιο
κάπου -  κάπου, πιστεύοντας ότι θ’ ανακαλύψουν μετά, τη γη της επαγγελίας.   

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΣΤΑΝΤΑΝΕ


 

 

Σκεπάζεται  από τον όχλο, η αίγλη
Του ρήτορα στο πλακόστρωτο, πέριξ της ρωμαϊκής αγοράς.
Στο παραπλήσιο καφέ ο Ντάντε, ο Τριστάνος, η Ιζόλδη και η Σαπφώ,
Στήνουν τη θεία κωμωδία στους αρχαίους ερειπιώνες του άχρονου ορατού,
Με κομπάρσους, την πρόστυχη μάζα των διαφημιστών της κατήχησης-
Αυτοί που ακονίζουν το μάτι του πλήθους, μοιράζοντας τρις εις θάνατον.
Τους πρώτους ρόλους θα υποδυθούν φασματικά είδωλα της εταιρίας
Που αναπαράγει συλλογικά ασυνείδητα.
Στοίβα οι ξεθωριασμένες μέρες και οι μηνιαίες εκδόσεις
Του νεκρού θεού - Άδωνη - όπως ξεφυλλίζονται από τον Τειρεσία
Στο  παρακείμενο παλαιοπωλείο κι από μηχανής ενσταντανέ. Ο αγνός ιππότης
Στην επικείμενη στιγμή επιδεικνύει στους περαστικούς τη λόγχη και το κύπελλο
- το Γκραλ- με το αίμα του εσταυρωμένου, εκείνοι απομακρύνονται ξαφνιασμένοι.
Το παρελθόν αφισοκολλείται από το γυμνό παρόν. Το μέλλον κατέγραφε
Τις ημερομηνίες της παράστασης καθώς περνούσε
Ο μεταμεσονύχτιος συρμός και η νύχτα έτριζε τα δόντια της.
Το χρυσό κλωνάρι ποδοπατήθηκε από το αλαλάζον πλήθος και ο χειμώνας
Επέστρεψε στην έρημη χώρα... 

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΠΟΥ ΔΕ ΓΝΩΡΙΣΑ




 
Μην περιμένετε μια κάποια λύση.
Οι βάρβαροι θα είναι πάντα εδώ.
Τη χώρα μου έκαναν σατραπεία
Κι ολημερίς νομοθετούνε τα ψεύδη τους.
Έχουν στήσει δεσμωτήρια
Σε δρόμους και πλατείες.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μια κάποια λύση,
Και με τις ευφράδειες και τις δημηγορίες τους,
Ωσάν πραίτορες ασκούν την κίβδηλη εξουσία τους.
Ο πηγαιμός μου για την Ιθάκη,
Ξέρω πια ότι θα είναι πρώτα, ο δικός τους
Εξοστρακισμός από τη χώρα μου.

ΕΙΠΑ



 

Μαθητεία των δρόμων είπα,
Αλλά στο φως δεν άκουσες
Με τα θαλασσόλογά σου καθώς θραύεις το ανοίκειο είναι
Όπως σε ακολουθεί με τις παρηχήσεις του ήλιου
Υπό σκιά, σ’ εκείνη την αυλή
Με τις λειχήνες στα ίχνη των βημάτων.
Βακχικά μερόνυχτα
Σε λαλούσα σιωπή ψηλαφώντας,
Αναπλάθεις το πληχτικό αύριο
Στα λατομεία του χρόνου.
Ασθμαίνοντας ακόμα την άπλαστη απομόνωση,
Με την κωμωδία του κόσμου
Που θυμιατίζει, φυσώντας κρίματα
Άλλων συχνοτήτων της μέρας,
Όπως τρίζουν στις επάλξεις των ακροάσεων και
Της νυχτερινής περιπλάνησης στο διαισθητικό πεδίο.
Ναυτίλος ο συν εαυτός και ίσκιος,
Τρικυμίζει σε απόρθητες ακτές
Και τον περιγελά ο μονήρης απολογισμός
Του ανεκπλήρωτου, στην εσχατιά
Των μονολόγων της νύχτας,
Με το τραγούδισμα των αέρηδων,
Σε παύσεις ανάκουστες, που κανένας
Δεν μπορεί να λεηλατήσει,
Μ’ εκείνο που βιώνει ο αβίωτος βίος,
Ο ισοβίτης κι ανένταχτος στο διηνεκές.
Τώρα που με ξέρετε και σας ξέρω,
Μικρούλες μου ζωές , λέω ν’ αφήσουμε
Τις παλιές μας φορεσιές με τα μετάλλια
Και τους τίτλους της αφανέρωτης
Ετεροπροσωπίας μας στα σκιάχτρα.
Γυμνοί πλέον στο θέατρο
του παράλογου ας πορευθούμε αυτάρκεις.
Στα παλαιοπωλεία η ζωή ξαναβρίσκει
Τους ρυθμούς της, με τα οικόσημα
Σε προσιτές τιμές να πωλούνται.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Η ΚΡΗΤΗ


Σαν πας σε ξένο τόπο, να χαίρεσαι που
σε πρωτόγνωρους δρόμους θα περπατήσεις.
Μη σε τρομάζει το ταξίδι
και να ξιφομαχείς με της τρικυμίας τις στιγμές,
με θάρρος δίχως λιγοψυχία.



Της ομίχλης οι μορφές θα γίνουν
οι σύντροφοί σου, να τις σεβαστείς,
εκείνες τους οιωνούς θα σου μαθαίνουν.


Ο μίτος της Αριάδνης αχτίδα σου θα γενεί
κι όλο τον κόσμο δύσβατο θε να το βρεις.
Τα υγρά σου μάτια θ’ αντιφεγγίζουν
σε ραγισμένους ορίζοντες

με κατανυκτική ενδοψία.


Nα συναρμολογείς την πορεία σου
ματώνοντας το βλέμμα, για να ξεμάθεις
από τα διαβατά βουνά του νησιού σου.
Το μπάρκο το ορίζει το νερό,
η φωτιά, ο πηλός και η αστραπή
στα πέλματα του ταξιδιώτη,
και σε μυστικές ώρες πλάθουν τα βήματά του. 


Τη νίκη σου με το βοριά
οι λύκοι θα την υμνούν
δείχνοντάς σου τα δόντια τους,
αυτή θα είναι η πληρωμή σου.

Ίσως σου μέλλεται
από τη στάχτη σου να ξαναγεννηθείς
σε ξένο τόπο μόνος κι έρημος,
μη φοβηθείς, του μετανάστη η νέμεσις σ’ ακολουθεί,
σύρε μαζί της το χορό
με το τραγούδι των ανέμων.

Σε βράχο πορφυρό κι ολισθηρό
είναι χτισμένο το παλάτι του πεπρωμένου σου,
με μαλάματα, ζαφείρια και ασήμι.
Σε κρεμαστούς κήπους θα βρεις να συνομιλούν
σοφοί, σειληνοί και μενεστρέλοι μ' εξωτικές ομορφιές.
Κρύβει όμως δράκους μέδουσες κι αρπαχτικά.
Τ’ όνομά σου σε παλίμψηστη στήλη αναγράφεται.
Να μη θαμπωθείς,
ο Τειρεσίας χρόνος πανταχόθεν
σε βλέπει, μην τον αγνοείς.


Στο τέλος του ταξιδιού σου θα τρυγάς σοφία

θρέφοντας τους πρωτόμπαρκους
και η Κρήτη ο  αέναος νόστος  σου.

ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΔΕΟΣ

[παράφραση των αποσπασμάτων του Ζαν Ζενέ]




Copyright © 2000-2009 Fred E. Salmon, Jr.
Nude Male Study Oil on Board from life alla prima

Μάτια αιχμάλωτα στο εκκρεμές του χρόνου – ένα θραύσμα σιωπής μαρτυρά μια απρόσμενη συστολή. Ακρόαση! Νύχτες ολάκερες συναρμολογεί ένα μάταιο διάλογο, μέχρι το σβήσιμο μιας ηχούς που ολοένα χάνεται, ώστε να τον ανακηρύξει σε αθάνατο, αλλά με δάκρυα, σπέρμα, αίμα κι ενοχή. Στις πλεκτάνες της μέρας περιδιαβαίνει ανάμεσα στο έγκλημα και στην αθωότητα, στον άπατρη θεό και στο διάβολο, στο παιδί και στον άνδρα, στη ζωή και στο θάνατο, στο μεταίχμιο κάθε φορά μιας άλλης υπόστασης , στη μέθη και στο τίποτα της ανθολογίας του. Εάλω ο πρίγκιπας, ο αλαβάστρινος ερωτιδέας των ρωμαϊκών λουτρών, γυμνός, με τα πέλματά του στα νοτισμένα μάρμαρα να χαράζουν τα νηπενθή άνθη του έρωτα – κορμί ενός υδάτινου παραμυθιού σε στοά με αραβουργήματα και ανταρσίες αισθήσεων. Συναναστρέφεται παλλακίδες ώρες και ευνούχους συλλογισμούς όπως περιφέρεται σαν αερίτης του πόθου στις μισοσκότεινες κάμαρες. Καπνίζει πίνοντας αψέντι ενώ σπιθίζει ακόμα η στάχτη των ονείρων του, όπως κοχλάζουν οι συνωμοσίες των ενστίκτων του. Περίλυπος αποστρέφει το πρόσωπό του από το παρόν, ξετυλίγοντας έναν κομματιασμένο ρόλο ομορφιάς. Σώμα, είδωλο ηδονής, που ακινητεί το κρύο φως σ’ ένα σύμπαν εναλλάξιμων μορφών, ωσάν θρύλος που αναδύεται μέσα από ερείπια και συντρίμμια βίων. Ο ατμός αποθεώνει το περίγραμμά του, με τους μυρωμένους γλουτούς του με αρωματικά έλαια, να λαμποκοπούν το ελιξίριο πάθος. Μεγαλείο από χιμαιρικές μεταμέλειες, στα αδηφάγα μάτια των συνδαιτυμόνων, μικροαστών της λαγνείας. Σχοινοβάτης του περιθωρίου αναπαράγει την εικόνα του με το έλλειμμα των προσδοκιών του, ως κληροδότημα ενοχών, στην Αγορά των αργυραμοιβών, με τον ήχο των σκιών.


TIMING


ΠΡΑΞΗ 1
– Άκου, έρχομαι!
– Εντάξει!
– Έκοψα δρόμο περνώντας μέσα από την περιοχή του σήμερα.
– Γιατί;
– Η περιοχή του μέλλοντος έχει πολύ κίνηση,
ήθελα να σε δω όσο γινόταν πιο γρήγορα.
– Κρίμα και ήμουν εκεί!

ΠΡΑΞΗ 2
Μετά από πολλά χρόνια.

Ήταν απόγευμα Φεβρουαρίου
…περπατούσε σ’ έναν έρημο δρόμο.
Είχε τον ήλιο αριστερά του όπως βασίλευε.
Δεξιά του και λίγο πίσω αντιλήφθηκε μία σκιά
και στο τελείωμά της
σχηματιζόταν το περίγραμμα από ένα μαχαίρι
…γύρισε να δει,
όμως κανένας δεν υπήρχε
…γέλασε
…δεν κατάλαβε ότι ήταν η σκιά του.

 
ΠΡΑΞΗ 3
Όταν έπεσε στο έδαφος,
τα γυαλιά του ηλίου που φορούσε έσπασαν
και τότε είδε…
την περιοχή του μέλλοντος…
ένα τραπέζι με δύο άδειες καρέκλες.
 
 


 

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(...θα πρέπει να μετατοπίσουμε την Ελλάδα μας, από το σταυροδρόμι που θέλησε η μοίρα της να είναι, σ’ εκείνη τη μετέωρη χώρα του Γκιούλιβερ που ταξίδευε μέσα στα σύννεφα… υποχρεώνει το λαό μας ν’ απορροφά αλλότριες  επιδράσεις,  αφήνοντάς  τον να μας υπερφαλαγγίσει… τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία μορφή της επίδρασής του…  αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες...)

Θ. Σ. ΕΛΙΟΤ  Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ [ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Γιώργου Σεφέρη] – ΙΚΑΡΟΣ


Από μικρό παιδί, προσπαθούσα ν’ αντιληφθώ τα αντικείμενα ως θραύσματα,
πριν δηλαδή μου παρουσιαστούν με την τελική τους μορφή. Η περιέργειά μου με οδηγούσε ώστε να σπάζω βάζα και να κομματιάζω παιχνίδια, για να ανακαλύψω το κρυμμένο μυστικό τους. Ουδόλως μ’ ενδιέφερε να εντυπωσιάσω τους μικρούς μου φίλους, όταν
προσπαθώντας μετά ήθελα να τα συγκολλήσω ή να τα συναρμολογήσω.

Θεωρούσα δε τους μάγους στις σχολικές εορτές αρκετά βαρετούς, ώστε να θέλω να τους μιμηθώ. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως ήθελα μ’ αυτές τις αταξίες μου να ενώσω παρελθόν και μέλλον, σωρεύοντάς τα σαν ενεργά εξαρτήματα, ούτως ώστε να επανέλθουν στην πρότερη κατάστασή τους αυτόματα, ή από μόνα τους ενδεχομένως, ν’ ακολουθήσουν μία άλλη προοπτική – παράμετρο– αναδημιουργίας. Όταν αργότερα εγκατέλειπα την προσπάθεια αμήχανος, αντιλαμβανόμουν ότι μου διέφευγε κάτι στο εγχείρημα, που θα το ανακάλυπτα, αυτολογοκρινόμενος μέσα μου, όταν μεγαλώσω.

Στην ουσία, κατασκόπευα κάποια επιλεγμένα κομμάτια που έκρυβα επιμελώς σε διάφορες κρυψώνες στους φράχτες του αμπελώνα στο εξοχικό μας σπίτι, πιστεύοντας ότι θ’ αναγεννηθούν. Όταν επίσης προσπαθούσα να περπατήσω, κάνοντας βήματα προς τα πίσω ή κατακόρυφο κινούμενος με τα χέρια, πίστευα ενδόμυχα πως όλα μπορούν να συμβούν. Προσπαθούσα  μ’ αυτό τον τρόπο ν’ ανατρέψω τους νόμους της φυσικής και την πεπατημένη της αντίληψης, επηρεασμένος από τη μυθολογία.

Αναρωτιέμαι τώρα, μήπως τα παιδιά προσεγγίζουν βαθύτερα νοήματα αλλά δεν μπορούν να τα εκφράσουν, και θα έπρεπε η επιστήμη ν’ ασχοληθεί εκτενώς στο μέλλον μ’ αυτό το θέμα. Ο Λόγος, ο Χρόνος και ο Χώρος ήταν οι κρίκοι που μου έλειπαν στην παιδική μου ηλικία και η απήχησή τους στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας, και που φυσικά δεν μπορούσα ν’ αντιληφθώ. Δεν ήθελα να βιώνω τα πράγματα και ιδίως το χρόνο και το χώρο εσωτερικά. Ο κυκλικός χρόνος, όπως μας δίδεται με τις εποχές του, με αποσυντόνιζε κι ένιωθα ότι με φυλακίζει μέσα σ’ ένα κύκλο και, προσπαθώντας να δραπετεύσω θυμάμαι, έλεγα τους μήνες στο δάσκαλό μου όταν με ρωτούσε περιπαιχτικά, χωρίς την σειρά που έπρεπε, αλλά στην τύχη και συνειδητά, σε σημείο που να πιστεύει ότι δεν έχω ειρμό στη σκέψη μου και είμαι προβληματικός. Το κτίριο του σχολείου το ήξερα καλύτερα από το σπίτι μας, έχοντας μετρήσει με τις πλάκες τις αποστάσεις του από πόρτα σε παράθυρο και τα σκαλοπάτια σε μήκος και πλάτος, όπως και τον περίβολο με τα πέλματά μου.

Βίωνα το χώρο γεωμετρικά και όχι εμπειρικά, όπως αναφέρει ο Στέλιος Ράμφος στο βιβλιαράκι του ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (εκδόσεις Καστανιώτη) και που αναφέρει προφητικά – βλέπε σήμερα την κρίση που περνάμε – ότι εμείς οι ανατολίτες (Βαλκάνιοι και Άραβες) εμμένουμε να βιώνουμε το χρόνο εσωτερικά και το χώρο εμπειρικά, εν αντιθέσει με τους δυτικούς λαούς. Αυτό σημαίνει πως είμαστε δέσμιοι των παραδόσεων, της οικογένειας και της θρησκοληψίας, εσωστρεφείς κι εγκλωβισμένοι μέσα στον ανιστορικό  χρόνο μέχρι σήμερα, παραβλέποντας την ιστορία και την ιστορικότητα του, ενώ θα έπρεπε όλα αυτά να συνδέονται με το μέλλον με εξωστρεφή ματιά, και όχι "με την οικεία μας ράθυμη παθητικότητα", όπως αναφέρει. Προσπαθώντας να τον ερμηνεύσω, θα έλεγα ότι αναφέρεται στην οικουμενική αντίληψη των καταστάσεων που πρέπει να έχει το κάθε άτομο και στην ικανότητά του ν' αντιλαμβάνεται τη θέση του στον παγκόσμιο χάρτη της ανθρωπότητας, προσφέροντας και δημιουργώντας μακριά από εθνικισμούς και προκαταλήψεις πολλών πραγμάτων – σε κλειστές κοινωνίες και θρησκοληψίες.   

Αφήνοντας πίσω τα αντιδραστικά χρόνια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας, και κατασταλαγμένος όσο δύναμαι σήμερα, αλλά και αμφισβητίας πολλών καταστάσεων, προχωρώ ακροβατώντας με τις δεκάδες παραμέτρους των πράξεών μου. Τη σωτηρία μου, όπως σοφά αναφέρει ο Στέλιος Ράμφος, δεν την εξαπέστειλα στους ουρανούς, αλλά τη μεταφέρω στους ώμους μου καθημερινώς. Η διακύβευση δεν είναι η λύτρωσή μου, αλλά οι πράξεις μου και η στάση της ζωής μου έναντι των άλλων, όπως και η αλήθεια  που ως άτομο αποδέχομαι με την απόλυτη ελευθερία της έκφρασης.

Μία από τις λέξεις που με καθηλώνει είναι «η προοπτική» να βλέπεις πριν κοιτάξεις – δική μου ερμηνεία. Όλες αυτές οι θεωρίες άνευ της επιστημονικής τεκμηρίωσης, ωσάν θέσφατα, με πυξίδα μόνο τον εμπειρισμό και το βίωμα στον ανιστορικό χρόνο, με αποπροσανατολίζουν και μου δημιουργούν ένα περιβάλλον που αρνούμαι να συμπράξω.

Η προδιάθεσή μου, λοιπόν, σε όλα όσα υπάρχω και κινούμαι, είναι να τα διασπώ ερμηνευτικά, ώστε να μπορώ να αντλώ όσο γίνεται περισσότερα στοιχεία από την υπόστασή τους. Στο κείμενο που ακολουθεί, πειραματίζομαι με το παιχνίδι των λέξεων με το Λόγο, προσπαθώντας να τον ακυρώσω, από τις λέξεις ως συνήθη νοήματα – δεκανίκια – και να τον εισάγω σ’ ένα στερέωμα απυρόβλητο και αυτεξούσιο, ακόμα και μέσα από τη σιωπή στα περιθώρια των γραμμών και των σημείων στίξης. Η μόνη σταθερή πράξη της ζωής μας είναι η σύμβαση του τέλους. Παίζοντας χαρτοπόλεμο με τον ουρανό, μπορεί να τον κρύψεις για λίγα δευτερόλεπτα, όμως θα βρίσκεται συνέχεια εκεί.

 
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
(Το άυλο σώμα τού είναι μου στο μη είναι)

Το σώμα ασώματο και του αοράτου σώμα μου, σε μία άδηλη σύμβαση με το άυλο, μεταβάλλει τη σύμπραξη τού εμφανούς με το μη εμφανές, σε αντιπαράθεση και με ασαφή εσωτερική κίνηση τού συμβατού στο ασύμβατο, ενώ η καρέ – καρέ εν δυνάμει πληρότητά του, αναγιγνώσκεται μόνο δια της άγνοιας, ωσάν να ήθελε η σκιά μου να κρατά τα ηνία της πληρότητας στο διηνεκές.

Η αντίφαση ή το απροσδιόριστό του αθροίζεται σε εσώτερα σχήματα εικόνων, ώσπου να σπάσει ο αντίρροπος ρυθμός της κίνησής του και κατακερματισμένο κατόπιν συναρμολογηθεί στο πεδίο της αντιύλης.

Ωσάν τις μη νοητές οντότητες σε ακροβασία αντανάκλασης καλειδοσκοπικών συγκρούσεων και αναστολών τού είναι. Λες και μες στην υπαρκτική μου οντότητα να είναι το αόρατο κέλυφος που με περικλείει.

Παίρνει σχήμα ανάλογο ενός ακαθόριστου σκοπού, ωσάν ενόραση και ως απόφαση από δύο πόλους, πνευματικής διέγερσης. Ένας αντίδικος σύμμαχος όπου με ταλαιπωρεί αποζητώντας σώστρα σε χώρους ενυπνίου, ενώ προσπαθώ με βήμα ακροβάτη ν’ ακολουθήσω τα σήματά του μ’ εσώτερο ειρμό ανακόλουθο. Αυτό το είναι συρρέει δίπλα μου ως περίγραμμα υποψίας. Επεκτείνεται ώσπου μια αοριστία απρόσμενα να το σχεδιάζει και να το ανταποδίδει, σε αντιστάθμισμα απροσπέλαστο της έλξης, καθώς διπλώνει τα αόρατα φτερά του μέσα σε εκπομπές της απάθειας μου. Αθροίζεται ως πρόσμιξη μη αναγνωρίσιμη ή κάποτε εκπίπτει ως αντίλογος υπόλογος κι ετεροκίνητος σ ’ένα αρχέγονο συν είναι. Ο πλάσιμο της κίνησης του από το χάος σε οιονεί αφύπνιση με ετεροχρονίζει με ενιαυτούς που αναγγέλλουν δρόμους της αλληλοδιαδοχής του από γενεών το απυρόβλητο, σ’ ένα εαυτό αόρατο, ανεξίτηλο και ανεπίκαιρο, που όμως μεταβιβάζεται επ’ άπειρον σε χωρία μαχών τού ασυνείδητού μου, ως εν δυνάμει συνδαιτυμόνας του τίποτα. Ευδοκιμεί σε προ αποφάσεις μου, καθώς κατοχυρώνεται μετά τον πεπερασμένο λόγο μου, σ’ ένα κύκλο διασύνδεσης μαζί τους, σαν αέρινο εντρύφημα της απραξίας μου. Με υποβόσκουσες υπενθυμίσεις απαιτητές άλλων ζωών και ως συλλειτουργός του γίγνεσθαι, ενώ προσδίδει στο παρόν κυματισμούς σύμπνοιας και εγρήγορσης άνευ κίνησης και, ακολουθεί διασυνδέσεις  αποκρυφιστικές οι οποίες μου ενσταλάζουν παροχές ενέργειας σε διόδους της μνήμης όπως τις διαπερνούν.

Με λοιδορεί σε διελκυστίνδα σαθρού σημείου αναφοράς, με εξουσία έσω σε μένα αλλά ανακόλουθης ως προς εμένα, με εκθέτη συνάφειας και συνάψεις  σε ενεργήματα θαρρείς αμφίπλευρα, όπου διαβαίνουν από την ηχώ της μη υποστάσεώς μου. Σε δρόμους και μονόδρομους, αναλόγως της ακτινωτής αντίδρασης τού είναι μου εφευρίσκεται, θέλοντας να φτάσει στο ανεξερεύνητο του κόσμου μου, ως αποστάτης συνοδοιπόρος. Η ακτινενέργεια τού Είναι του δεν γίνεται ορατή, σχηματοποιεί μόνο τη συναίνεση σε πράγματα αυθύπαρκτης μορφής τού συνειδητού τα οποία ανατρέπει κι αυτά μ’ ευκολία στη συνέχεια. Με τρόπο της ημιαυτόματης κίνησής του, σε όντα που με εμπεριέχουν ως σύναψη επικοινωνίας χωρίς ίχνος ή σημείο ζεύξης ή μιας αμέτοχης συνεισφοράς του στο εντελώς ανυπόκριτο στο πράττειν της ζωής. Μεριμνά ως επίπλαστη οντότητα στον Αντίλογο της συνείδησής μου.

Πόσα σχήματά του και μη, συνυπογράφουν πράξεις ή αναστέλλουν μέρες οδηγήτρες μου, ώστε να προγράψουν την τέχνη της ασυνέχειάς του σε τοκετούς χωμάτινων λέξεων του συνειδητού. Συντελεί ως σηματωρός της καταγραφής μου με σώμα ασώματο τού ορατού σώματός μου. Σε όλα ετούτα που με παρέχουν στο είναι μου καθώς με ηλεκτροδοτούν με άφατες συνάψεις προσκρούσεων τού ορατού καθώς με επιτείνουν στο χρόνο με τάση κυρίαρχη, αλλά ανάκουστης αναφοράς. Εξορμά από καταβολής μου και περιστρέφεται αρματωμένο με περιδινήσεις ανάτασης από το έρεβος σε εν δυνάμει έρεβος, προσπαθώντας απαστράπτον διά της απουσίας του, να φωσφορίζει τις αντανακλάσεις των συνειρμών μου. Άκαιρος ο δρόμος μου ως τάση υπέρβασης,  στις τόσες ανακολουθίες του, όπου εισπράττοντας διευκολύνσεις και μεγέθη ατελέσφορα του υπαρκτού, να με κυριαρχεί με φειδώ ή χωρίς φειδώ.

Στην περάτωση μιας κίνησής του, εισέρχεται ολόκληρο το ορατό είναι, με αλυσιδωτές διαβουλεύσεις ατεκμηρίωτες στο είναι μου. Ωσάν πέτρα που πέφτει στη λίμνη ή στο νερόλακκο και η αντίδραση με κύκλους, να βάζει όλη την επιφάνεια σε κίνηση και συνδιαλλαγή με χρονική ερμηνεία τού συν μηδενός.

Το ενέργημα του είναι ορατό μόνο στις παρυφές του απροσπέλαστου. Το σώμα το αφανέρωτο στο παραπέταμα του ορατού, γίνεται ο προπομπός και ο επεξεργαστής και ο παρόχθιος μεταφορέας των ιδεών τη συνήθειας, με προσέγγιση σε γλώσσα ανήκουστη ώσπου το μήνυμα να λαβαίνει το απόλυτο είναι στο μη είναι και να το επιχορηγεί στο άλλο στο παράλληλο και δεν  έχει τέλος η συντεχνία στο μη υπαρκτό.

Αφουγκράζομαι κάπου – κάπου τη διέλευσή του με ήχους πουλιών και μετεωρίζομαι στα ριζά της ανυπαρξίας του ως μετείκασμα και μέρισμα του χρόνου του.
Άραγε είναι ο Θεός των ανθρώπων ως επακόλουθο της συλλογικής επίκλησής του ή ο αγγελιοφόρος του μέσω αντίλαλων του υποσυνείδητου σε χωρία αυτόφυτων ενεργημάτων και ενέργειας.
 
– Δεσμεύεις την απόλυτη εκφορά μου στο είναι.
– Συστήνω δικαίωμα ακρόασης άνευ μεσολαβητή.
– Τι λες; Ανωνύμως είσαι μορφή αιθέρια και ανένταχτο επιπρόσθετο μιας ιδέας, αν συμφωνείς φυσικά.
– Ο κόσμος ονειρεύεται μαζί μου.
– Δεν υπάρχουμε μαζί είμαστε η συνδιαλλαγή του τίποτα.
– Πρακτικό
– Σαν ενθύμιο αντίγραφο σε ίδιο σώμα της μη επαλήθευσης.
– Επιφυλλίδα αταξίας θα έλεγες, με δικαίωμα να χορηγώ θεωρητικώς το εμπράγματο, όταν ακόμα κι αυτό επιδίδεται αορίστως στο επέκεινα του μη είναι σου.
– Σκανδαλώδες ! Να ξανακληθεί το υπερβατικό σε απολογία με επιπρόσθετα στοιχεία ως ένδειξη
μετάνοιας.
– Τι συνιστά τον κανόνα κατά τη γνώμη σου;
– Το χρήσιμο, χρίζοντας τού είναι το Άβατο ως λανθάνον του υπέρ είναι.

Στο σώμα τού είναι, το σώμα του – υπό αναίρεση – με συγκοινωνούντα δρώμενα όπως αλληλοσπαράσσονται,   θραύονται, επινοούν και απαξιώνονται. Αντιστρεπτοί χρόνοι υπό μορφή ασύμβατου, όπου κάθε τόσο η επιθυμία μετακομίζει σε ορίζοντα που πάλλει της νόησης. Με παρακαμπτήριες συνάψεις αρχών κι εξαρτήσεις, πελάγη με παλίρροιες ακινησίας, που αναλογούν σ όλα τα συναισθήματα με την πλανόδια συναίσθησή μου, σε απορίας πεδία.
 
Η επιμέρους άνομη σύμπραξη χωρίς εποπτεία στο ορατό σώμα μου, αλλά με συχνότητες όπου τις ανιχνεύει συνειρμός επεκτατικής βλέψης, καθώς αποστρέφεται  αδόκιμα, ώσπου να προκαταλάβει το ίδιο προαίσθημα πλευράς, μιας από τις πολλές παραμέτρους όπως επεκτείνεται σε σώμα Ασώματου συν εαυτού. Διασπάται συνεχώς και συνδράμει, αλλάζοντας θέσεις με άλλες πλευρές άλλης παραμέτρου, ανασχηματίζοντας αενάως το είναι στο είναι του υπέρ είναι. Τίκτει το παρόν σε διελκυστίνδα αορίστου χρόνου και σε μυστικό μονοπάτι ετεροχρονισμένης αντίληψης.

Στην αβάσταχτη ώρα του ανώνυμου τυπογράφου, εμπεριέχομαι και στην κάθε κίνησή του σείομαι, όπως σε παλινδρομικό έρεβος ενέχεται, ως παραστάτης μοναχικός που ευοδώνεται αυτοπροσώπως με τη συνήθη πορεία του, ενώ προσανατολίζεται από της κάθε στιγμής τα ορμέμφυτα και τις συντεχνίες του επίκαιρου ώστε να με επισκιάσει. Κι όταν ακόμη τη φωνή του ανταμώνω, συγχρόνως την αποποιούμαι πάνω στο φάτνωμα μιας σκέψης. Σε συναπάντημα τόσων απροσδόκητων εισηγήσεων με μνήμες υποθετικές κι άφαντες κι ενώ διατίθενται στο ενορατικό πεδίο απλόχερα, τις διασπώ με το άνθισμα ενεργημάτων της επιφάνειας του όλου, ωθούμενος από εφησυχασμούς της ρηχότητας, όπως με παρασύρει η στρεβλή διαίσθηση της όρασής μου. Πώς να διαπλάσω οντότητα όταν όλα ανατρέπονται. Μολονότι δεν ήμουν, δεν είμαι και αύριο ποιος ξέρει αν θα είμαι σε ετερόκλητο ορίζοντα αθροίσματος. Ενώ αυτό δίνει τόσες υπό προθεσμίες ώστε να υπάρχει, να μετακομίζει επάνω μου, αναπαράγοντας σχεδιαγράμματα υποψίας από φρούδες ελπίδες, χρισμένες με λήθη στη γοητεία τού ειπωμένου λόγου του, όπως καταλήγει χωρίς ίχνος αντίστασης αναγράφοντας μόνο μιας λεπτής ενθύμησης γραμμή πορείας, ανεδαφικής. Συμβαίνει καθώς προσπερνάω τις αεικίνητες λέξεις δίπλα στη λεωφόρο της ταχείας μετάβασης του νοήματος. Εκεί πάντα ως μεταβατικός σταθμός της περιπλάνησης και κοινωνός της υπό ύπαρξης, γεννώντας μονάχα ημερομηνίες προσπελάσεων και υλικό χάρτη του αθέατου εγκόσμιου.« Ανωνύμως μακρόθυμος  δημιουργεί τα εκμαγεία των διαδρομών μου και σωρεύει υλικά κατεδαφίσεων, ανείπωτου λόγου.»

Είναι όλα εκεί, όλα όσα είχα συναντήσει σχεδιάζοντας τη μονομέρεια μιας στιγμής του βίου μου κατά τη διάρκεια δύσβατης προσπέλασης. Μεταπράτες συνδυασμοί ακαταμάχητοι, μέσα στη φειδώ τους, παραβάλλουν τις ασυνέχειες με αυθάδεια μιας αφήγησης ζωής μυθιστορηματικής με ανακυκλώσιμα  χρονικά. Ποιος να πιστέψει πως δεν υπήρξα άραγε στη πράξη κι απλώς κάποτε είχα μετακομίσει σε άλλης ζωής την εκδοχή και την επικράτεια και παράλληλα να την αντέγραφα σαν να ήταν δική μου; Με συνθέσεις όπου η μια υπεισέρχεται στην άλλη, ως χτίσμα μεταβατικό, με στοιχεία, σύνολα, αντίγραφα αντιγράφων, έως διαστρικών κυκλοτερών όντων την κίνηση, συνοψίσεις αρχών κι εξαρτήσεις σε παλιρροιακά κύματα ακινησίας. Όταν συσπάει μ’ ένα ποίκιλμα το σώμα ασώματο, τότε ανελκύει η συγκυρία μυστικό σταθμό απείρων υποστάσεων με αποβάσεις επιθετικής αλληγορίας και πολυκέλαδων ενστίκτων. Κάπου ύστερα, ξέρει να κρύβεται πάνω στα βήματα της σιωπής. Επιστρέφει με πονήματα παρατήρησης φθείροντας με ανήσυχα λόγια ανάκουστα, τα δεδομένα του. Δεν θα νοθεύσει τη σύσταση του ακόμη κι αν σιωπήσει ολόκληρο το εμφανές αντίβαρό του, καθώς οδηγείται σε ακροτελεύτια εκπνοή περιοδική αυτοβούλως κι ύστερα ανασταίνεται σε υπέρθεση επάλληλη. Δονείται αδιάκοπα μέσα στην αρρυθμία του, προς το μέρος της οφθαλμαπάτης, εξασκώντας ότι το συστηματοποιεί στην άγνοια του ακροατή καιρού. Ο ήχος του συστέλλεται τόσο, ώσπου μόνο το υπερβατικό συντελεί τους αρμούς του και στο λόγο του, ταράζοντάς τον με συνέπειες αδόμητες, ανένταχτες κι ανεξήγητες.

Στην απροσπέλαστη θάλασσα του αοράτου λάμνει και από εκπρόθεσμες συντεχνίες αποβιβάζεται και σε ανεξιχνίαστες πορείες θριαμβολογεί, μαζί με το δίλημμα του δυισμού με αποφάσεις σε εκτάσεις του νοητού κατακτημένες, που όμως υπό το φως της αναίρεσης  θορυβεί  με την άπνοια της μη ανάσας του. Όταν το ορατό επιμερίζει ευθύνες διευρύνοντας τις μεταστοιχειώσεις της ημέρας, επιστρατεύει την αρχηγία του, διυλίζοντας τις σκοπιμότητες σε ιδέες αιωρούμενες στο πουθενά. Βακχείος έχει περατώσει κάτω από τον ορίζοντα του φωτός το δρόμο της ανακολουθίας του, στο υπό σύσταση αναμενόμενο και καιροφυλακτεί άοπλο υπό αναίρεση. Δεν βλέπω τα μάτια του, είναι όμως γύρω μου κι απέναντι σαν άποψη. Καθρέφτης του λόγου μου, καθώς εμείς οι δυο συνωθούμαστε στις πράξεις μας και μήτε η ασκητική ενόραση δεν μας διακρίνει, αφού ερμηνευόμαστε από δυο κρατήρες με την ίδια πηγή λάβας αντίστροφα σε στιγμές στάχτης και αναδημιουργίας.

Όταν διθυραμβικά κάπου – κάπου συνταυτιζόμαστε και αλληλοσπαραζόμαστε συγχρόνως, γεννώντας ένα αποτέλεσμα δισυπόστατο αρραγές κι ανεξιχνίαστο του Είναι στο Είναι σ’ αυτό που δεν ΕΙΝΑΙ, σιωπώντας κάνουμε  ανακωχή προαιώνια, αλλά πάντα είμαστε ετοιμοπόλεμοι. Το ασώματο  σώμα ίσως είναι ο Λόγος, το παν είναι στο είναι, η θέαση του παντός, το καθορίζειν  και ο Λόγος είναι ο Χωροχρόνος, το αρχέγονο φαινόμενο της κίνησης στο αεικίνητο φως. Ποιος ξέρει!


Αντίλογος β

* Το κείμενο διαβάζεται κι' αντίστροφα δηλαδή από το τέλος προς την αρχή, αλλά και αποσπασματικά. Το επιμύθιο ή το επίμετρό του – αλήθεια ή ψέμα – κρύβεται βαθιά μέσα σου. Αν το αντέχεις δεν έχεις παρά να αποδομήσεις τον εαυτό σου ή να τον αποσυναρμολογήσεις ή να του αλλάξεις ρότα στο τρόπο της ανάγνωσης .Στο περιθώριο της σελίδας επίσης ή στο ίδιο το ερώτημα που εσύ θέτεις, θα βρεις τις απαντήσεις. Ακόμα κι αν διακόψεις την ανάγνωση θα επιμένει να υπάρχει ασυνείδητα σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς σου και θα αντικατοπτρίζεται στα μάτια του περίγυρού σου.

Πόσες φορές η τόση αμάρτυρη αχρειότητα που μ’ εμπλέκει εν αγνοία μου σε στιλπνότητα αφής περιαιρετή, όπου ο λόγος του Λόγου επιστρέφεται στον αποδέκτη του αναπόδεικτος, και με συνταράσσει τόσο, ώστε σμίγω με το απαθές και εξοβελίζομαι στο εκείθεν, ενώ το σώμα μου, με διακατέχει απρόθυμο και ωσάν σκίαση αμαυρώνει το φως.
 
Όλβια εντροπία άρρητη γεννώ, σε περιοδική σύλληψη όπως συντάσσει εικόνα. Και πόσες φορές απλώνει το νόημα έξω από την ζωή στην τέταρτη διάσταση, περιγελώντας με.

Ωσάν σκαλιέρα που ξεδιπλώνεται έως το παραπέτασμα του ατέρμονος. Σαν σε αντίστροφη σταθερά το επιτείνει με το ανεξερεύνητο του πεπραγμένου του. Όπως ψηλαφεί μέσα σε ρήγματα διαλογισμού, ταξιδευτές του φωτός σε αντικατοπτρισμούς ανεξερεύνητους.

Αφήνομαι να εμπλακώ μαζί του σε θεία οδύσσεια και στο κώμο του με ατρύγητο κρασί μεθάω, στη σύλληψη επέκτασης του μη υπαρκτού, ψάχνοντας σε σκοτάδια αντίμαχο ιδεατό ον, ανερμάτιστος και σαν αγρίμι σε κλωβό σε διαίσθηση αντίδρασης την πτώση ώστε να αποδράσω.

 
Αντίλαλος α

Δεν είναι η αθέατη όψη καθώς τη σμιλεύει όπως σπαράζει φωνή ώστε να την διαποτίσει. Του πεπερασμένου το άγγιγμά της επίγνωσης είναι που με οδηγεί στο ανοίκειο. Και πλήθυνε στη γλώσσα μου τ’ ανέκφραστο με πλεούμενα ερωτήματα στις φλέβες του χρόνου, που ζητάνε όνομα και σχήμα.

Πάλλουν να εξέλθουν στο αυτονόητο και να περιδινήσουν το αμετάβατο, όπως αυτό καταρρεύσει.
Εκτρέπεται με πλήρη αναίρεση, σαν σκέψη απόλυτη που στροβιλίζεται ώστε να συμβάλλει στο ωκεάνιο ορατό.

Παραστάτης του όλου επιβιβάζεται στο απόλυτο μηδέν, ψάχνοντας έστω ένα βήμα του ανεξερεύνητου, ανεξήγητου, σε αθώρητους ορίζοντες να αναβαπτιστεί και που τόσο επιθυμεί να εποικίσει, με το ειρήνεμα του πετάγματος.

Να πλεύσει θέλει στην αντανακλαστική διεργασία τού είναι του και, να επεκτείνεται ως το αντί είναι αλώβητος, με τα πρωτόλεια  των κρότων της γένεσης.

Μήτε ποτέ να τον τρομάζει το ασύλληπτο και ούτε να συλλογίζεται ως εκεί που κείται η επικράτεια της αδόμητης ετερότητας του, όπου θα την επικαρπίσει έως ότου την διαβεί- ως της τετελεσμένης παρουσίας περιώνυμος.

* ΒΟΗΘΗΜΑ:  Ήθελε να μάθει να περπατά στον ουρανό ο μικρός Μαρίνος και σκαρφάλωνε στα δέντρα . Έτρεχε με το ποδήλατό του προσπαθώντας ν' ανέβει στο φεγγάρι και στ' όνειρό του. Χαμογελούσε στα πουλιά με ολοφώτιστη ματιά. Ο ΛΟΓΟΣ είναι υπερκείμενος στο ΟΛΟΝ. Τα χρώματα ,τα λουλούδια ,τα βουνά ,η θάλασσα ,ο άνεμος και η σιωπή έχουν φωνή.

Αντίλαλος β

Μια τεθλασμένη νοητή γραμμή τον παρασύρει στη σχάση της αντίληψης, που εκεί βρήκε τις υπώρειες ανέντακτες δέσμες επινόησης που σηματοδοτούν  τα υποκείμενα ερήμην όλων, σε ανάγλυφες εκφάνσεις ρέουσες.

Όλα τα συνοψίζει σε έξεις καλειδοσκοπικές, με ιριδισμούς ορατούς και αοράτους, αναλόγως του ύψους της ακρόασης και του δομικού δυναμισμού της αναστολής τού είναι του, με τη ροή του μέσα στο όλο είναι.

Οι επιστασίες του υποσυνείδητου τον συνέταξαν ώστε να επαληθεύεται σε αμάλγαμα συνόλων σε υπερβατικούς δρόμους που δύναται αυτάρκης ως εικόνα μίξης να περιπλανάται, και να τίκτει ως υδρόφιλος, αέρινος και επουράνιος μαζί .

* ΒΟΗΘΗΜΑ: Ο Αβορίγινας  σ’ ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι στο δάσος του, ανακάλυψε την Ευρώπη και την Αμερική. Ένας χρυσοθήρας οραματίζεται την παγκόσμια ειρήνη. Ένας σβώλος από χώμα μπλόκαρε το on off  της Πομπηίας.

Αντίλαλος γ

Ζητά να κάνει σώμα του το περίβλεπτο του άναρθρου λόγου και ωσάν ξενιστής να το αναγεννήσει. Και να μες στη σιγαλιά της νηνεμίας του, σμίγει επί ψυχής το αδιανόητο.

Η αναρρίχηση του στο απόλυτο κάθετο νόημα με παραμέτρους σ’ εναλλασσόμενους πυρήνες αυτογνωσίας, τον έχει κατακλύσει. Όπως οι δοξασίες του αιώνιου τον τριβελίζουν, καθώς τέρπει με ενστάσεις υπερκείμενες και απρόσωπες, να επιμεριστεί την διακινούμενη κορυφή των πραγμάτων που αμέτοχη τον προσκαλεί να τον φιλέψει ουρανό. «Γείρε στο φως του να βρει ησυχασμό, το ανθρώπινο τον συγκροτεί προσωρινά.»

Μια συνιστώσα τού έλλογου όντος κι ένας ποιητάρης ανένταχτος στο μεταίχμιο του όλου και ανέστιος, αποφαίνονται με αντέγγραφα εξισώσεων του έσχατου ανέφικτου, όπως επιστρατεύεται ανεκπλήρωτος, στο διηνεκές της επικράτειάς του. Η φαντασία μοιράζει τεκμαρτά στους γαλαξίες δίχως να μπορεί να τους υπερβεί, ο λόγος ταξιδεύει αλώβητος.

Η παροντότητά του εκμηδενίζεται εσαεί και αναπλάθεται σε διελκυστίνδα προσομοίωσης ή αφομοίωσης και οι συνταξιδιώτες του ερμηνευτές, πράττουν συμβάσεις με είδωλα προσομοίωσης όπως και με τ’ ασύνθετα συν αυτά του, ώστε να τον σκιαγραφήσουν σε αμφιθέασης  το παραπέτασμα. Όπως ο αντίμαχος τού απρόοπτου που τον συντάσσει με το ενεργό αιτιατό του και από λογάριθμο ετερόχρονο τον αναδύει. Σε αποθηκευμένα επίμετρα σοφίας διεγείρεται και με επί χρόνου έμφυτης προσφοράς απαρτίζεται.

Η ενόραση μαζί του έλκει προμηνύματα από την αντίπερα όχθη της επενέργειας του.
Σε κινούμενης άμμου την αοριστία καταποντίζομαι μαζί του αλώβητος.
Απέρχεται η ευσπλαχνία του με οργή θητείας του ασύνθετου νοητού όταν τον τεμαχίζουν ερήμην του σε αυτεξούσιες πορείες πραγμάτωσης και σ’ ένα αφηρημένο κι αδηφάγο γίγνεσθαι. Παίρνοντας θέση εξεταστή επηρεάζει το δέον υποδόρια, ανατρέποντας το, κάποτε.

Προσδοκία θαρρείς επαμφοτερίζουσα με συντάσσει μαζί του και τον ακολουθώ.
Του αιθεροβάμονα το άφατο μέτρο με τέρπει, που στην ακριτομυθία του, αυτοαναιρούμαι.
Ή μήπως πάλι τον εσωφορεί το κενό, ιχνηλατώντας εσώτερα ανοδικά ρεύματα φωτός.

* ΒΟΗΘΗΜΑ: Ένα θραύσμα πυριτίου αναστατώνει τις χρηματαγορές όλου του πλανήτη. Το ντέμπα των Αβοριγίνων είναι το μάννα εξ ουρανού. Οι εθνικοί ύμνοι των χωρών της γης είναι τα παιδικά τραγουδάκια του σύμπαντος.

Αντίλαλος δ

Σε ηλεκτρικές θάλασσες καλωδίων μεταβαίνει.
Και να! συνομιλεί με το εκείθεν του παραπετάσματος της λάμψης του, ασύνδετος καθώς φωτίζει πρόσκαιρα, το απόλυτο απότακτο, όσο παρεισδύει στη σιωπή. Παίρνει το προάγγελμα στο ταξίδι της επιστροφής, στη μήτρα του φωτός του έγκλειστου, και του μη υπάρχοντος εδώ στο περιθώριο τού βίου κι ενώ προαναγγέλλεται το περιαυγές επιμύθιον του. Κοιτάζει την νοητή γραμμή του κόσμου μέσα σ’ ένα καθρέφτη, επιμερίζοντας το αδηφάγο  που κατατρώει τα πάντα γύρω του κι αναπαράγει κινήσεις καθορισμένες  και δυνητικά συμπαντικές. Ένας αλγόριθμος του συνειδητού η περιεκτικότητα του ωσάν εκκρεμές που επεκτείνεται στο ασυνείδητο και δεν συμμερίζεται το περίακτο της προ αντίληψης του. Στο αδιανόητο της περιρρέουσας απούσας αντιύλης του επιζητά φως. Ψάχνει ένα ανθιβόλι κλάσματος αναγωγής στο αυθύπαρκτο ασυνεχές που τον αναπαράγει, σφυροκοπώντας έννοιες και οιστρηλατώντας ονομαστές, με άγνωστο σώμα συν εαυτού και, ως παρονομαστής και εν κινήσει συνυπάρχει.

Κλυδωνίζεται χωρίς αισθήσεις, αποστερημένος επάρκεια συνειδητού, αλλά σε ομόκεντρο μετέωρο στόχο θησαυρισμένος, απομυζά την επίγνωση και σπαρταρά υπό δονούμενος με της αδράνειας την έμφαση, εμμένοντας σε μια άλλη ερμηνευτική διάνοιξη, μεγεθύνοντας το εν δυνάμει  σκότος με την αντίστιξη της προοπτικής.

Στο ενορατικό ενστικτώδες πεδίο σαν υπέρ οργάνου συναρμογής στο πρακτέο διαθλάται με την συνειρμική εκφορά του.

* ΒΟΗΘΗΜΑ: Ο ΖΑΚ ΝΤΕΡΙΝΤΑ ζει αυτός μας οδηγεί και μας αποδομεί και ο ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΙΝΤΕΓΓΕΡ σκάει στα γέλια. Οι ινδιάνοι είναι οι οσιομάρτυρες της καθολικής εκκλησίας. Αν ενώσεις με μία νοητή γραμμή όλες τις διαδρομές της ημέρας σου θα σου γράψουν αραβικά , σκέψου...

Αντίλαλος ε

Αιώνες αναμένονται ακόμη ώστε τα σήματα της ενόρασης ν’ αμβλύνουν το λόγο και ο χείμαρρος του αόριστου χρόνου, να λειάνει τις βραχώδεις όχθες του αδιανόητου και η γλώσσα της επαφής να ρέει από τους παλμούς του βλέμματος, με τις μυριάδες φωτοσυνθέσεις, αμφίδρομης διέλευσης. Και θα φαίνονται τόσο πενιχρά τα αλφάβητα της επικοινωνίας, σαν μια διάβαση λίθινης εποχής που διάνοιγε εκκολάπτοντας το πνεύμα, μέσα από δυσθεώρητα βάθη και με εσώτερο τριβέλι να εισάγει διάνοιξη στο επερχόμενο. Αποπειράται με προ-καταλήψεις το μελλούμενο και με προσεδαφίσεις σε προ εδαφική μεταβλητή, εισδύοντας σε άλλες επισταθμίες  χωροχρονικές με τους συντελεστές προωθητές του και με των μελημάτων της σύνταξης του απείρου. Απαρτίζεται στο συμβαίνον με αντίμετρα στο έλλογο τού ανθρωπίνως κατακτημένου κι ευμετάβλητου. Στο ενεργούμενο υποστέλλεται με αντιστρεπτό ενέργημα της πραγμάτωσης και έλκεται από την απόλυτη ελευθερία της μη επαλήθευσης του, σένα χωροχρονικό συρμό αυτοκίνησης, ατελεύτητης συνοχής . Η πεμπτουσία του διαθλάται και ανασχηματίζεται σε προεκτάσεις αναδρομικές και υπό σύσταση στο υποσυνείδητο και σε πύλες εισόδου συντεχνιακών συνόλων απείρων αισθητήρων.

* ΒΟΗΘΗΜΑ: Ο χριστιανός καθρεφτίζει το Θεό του, ο μουσουλμάνος σπάει τον καθρέφτη. Ο ΔΙΑΣ Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝ και ο ΑΡΗΣ άλλαξαν ονόματα σε ΒΡΑΧΜΑ, ΚΡΙΣΝΑ και ΣΙΒΑ. Oι ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ σκότωσαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα. Ο γράφων είναι ένας αιθεροβάμων.