σε τριανταφυλλιάς αγκάθι
μια οδύνη εθεάθη
που το άρωμα της πίνει
λαίμαργα σαν το χαμίνι
το αποψινό μαράζι
την καρδιά μου τη στενάζει,
και σε παρόδους των ονείρων
έκανα ξανά τη γύρα
με τ' αμοίραστα σου μύρα
και στης νύχτας τη φαβέλα
πάνω στου ανέμου σου τη σέλα, σαν ιππότης
ξενιτεύομαι και θρέφω αποστάσεις
των καιρών τις παρατάσεις,
Δον Κιχώτης
σαν τον Αλόνσο και το Σάντσα
αχ το φως μου επικράνθη
όπως οι σκιάσεις γέρνουν
της ψυχής μου άπονα, τα άνθη