Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΞΕΝΙΤΕΜΟΣ

ξενιτεμός να βλέπεις τ' άστρα απ' την πόλη
και το τσιμέντο να στοιχειώνει μαρτυρίες
στων φωτεινών επιγραφών τις εξορίες
κι η λησμονιά να καταπίνει αιθανόλη
οι εποχές να καταγράφουν παρουσίες
με τα κομπιούτερ και με μάτια σιδερένια
η μοναξιά να σε καρφώνει στην κουβέντα
και να ματώνεσαι μ' ανθρώπων απουσίες
μαντατοφόρος ο καιρός με πανοπλία
να τον ακούς και το κεφάλι σου να σκύβεις
και τ'αποθέματα ονείρων σου να κρύβεις
μα κείνος ξέρει να οσφραίνεται τη λεία
σου ξεπουλάνε τη ζωή σου κι όπως τύχει
είσαι λαχνός που σε κληρώνουν και μυραίος
μέσα στον όλεθρο του κόσμου ο τυχαίος
ο σχοινοβάτης που τον κύκλωσαν με τείχη

ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ ΑΝΟΙΞΑ

με πάθος φίλησα μια νύχτα τη φωτιά
κι από τις στάχτες μου εγώ κορμί ανάστησα
στην παραζάλη μου μου πήρε την καρδιά
κι ότι 'χα έδωσα και τίποτα δεν κράτησα
φτερούγες άνοιξα και πέταξα μακριά
ποτέ πια τίποτα για μένα δε θα μάθετε
πνοή τα κύματα μου 'δωσαν και νησιά
να σας φυλάω όσα όνειρα ξεχάσετε
στους ταξιδιώτες θα μοιράζω ξενιτιές
εκεί ο έρωτας προσμένει και πορεύεται
με μαγεμένους που τους πήρε τις ψυχές
κι από τα μάτια τους ως θαύμα εκπορεύεται

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΟΤΑΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ


Ένα τασάκι μ' αποτσίγαρα, επικαλύπτει
τη φιλοπόλεμη τάση των λέξεων, 
ωσάν ανταπόκριση της περισυλλογής
– εφεδρείες στη θητεία του αειθαλούς λόγου.
Το ηλεκτρικό τρυπάνι στην οικοδομή απέναντι,
κομματιάζει του ανέμου την υπεροψία,
ενώ στις παύσεις του, ακούγεται
ένα αραβικό τραγούδι στο τέρμα του αδιέξοδου
καθώς, η σκόνη από τη Σαχάρα, επικάθεται
στις αλχημείες των δελτίων ειδήσεων.
Ο Παντοκράτωρ Χρόνος
ανασυντάσσεται στις ραγισματιές της μνήμης,
απρόσκλητος κι αιρετικός.
Αποθανατίζεται σε λερές μισοσχισμένες
αφίσες για την εκμάθηση ξένων δρόμων,
καλώντας τους περαστικούς, να συμπράξουν
σε απροσδόκητο ταξίδι, με προσφορές
εισιτηρίων άνευ επιστροφής.
Στο εκμαγείο των ήχων περιπλανάται,
προσπαθώντας να εισέλθει από την κρυφή θήρα
του ανεπίγνωστου,
ώστε ν’ αποδώσει στα ηχοχρώματα τις λέξεις κλειδιά,
που θα ενσαρκώσουν μια απόκρυφη πράξη ενάργειας.
Το λουλουδάκι του γκρεμού τον ανεμίζει.
Άραγε ο τελευταίος κρότος του,
σε ποια αταξία εποχής θα χωρέσει.
Ίσως σε καθρέφτη πένθους
μιας ακόμα ημέρας, Θεέ των άλικων ρόδων.
Κανείς δεν του αναγνωρίζει την ερημία του,
καθώς περνά ασθμαίνοντας ως φαίνεται
το νήμα των προσδοκιών του κόσμου.
Αίφνης η άχραντη προαίσθηση
τον κροταλίζει στον περίβολο
της ασημαντότητας,
ξετυλίγοντας αποστάσεις στη θέαση
του ορίζοντα από μπετόν.
Αυτοδίδακτος στο σκοτάδι φυλλορροεί
στην αυτάρκεια του εφήμερου και
ασυνάρτητος ευδοκιμεί ως απόηχος,
καθώς τον θηλάζει η μέρα,
με τα απολεσθέντα και τα ληξιπρόθεσμα
των βίων.