Στον σύντροφό
μου Άρη-Αρίκο
1
Έχει το
δικαίωμα η ανθρωπότητα να υπάρχει με ισονομία και ισοπολιτεία, αλλά με την
πανταχόθεν καλλιέργεια της μάζας· όπως το αηδόνι που συνεχίζει να κελαηδά λίγο
πριν το χάραμα στους άγρυπνους φύλακες των αξιών της ζωής, ή στους αγραυλούντες
των χαμολούλουδων, ενώ η κατά φαντασία αστική τάξη και οι αμετροεπείς – η
καθεστηκυία τάξη – κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. «Είναι αβάσταχτη η τόση
αχρειότητα που με εμπλέκει εν αγνοία μου». Ευτύχησα που είχα δασκάλους και
γονείς που μου έμαθαν πρωτίστως να αυτο-ανακρίνομαι κάθε βράδυ, λίγο πριν
κοιμηθώ.
Λένε ότι τα
πάντα υπόκεινται σε αυτόματους ή μοιραίους νόμους, και η κάθε αντίδραση
προϋποθέτει την αντίδραση άλλων παραμέτρων (παραγόντων) και ότι τίποτα δεν
υπάρχει ανεξάρτητα από κάτι άλλο. Όμως πολλές φορές στοχαζόμενος, αρνούμαι να
το αποδεχτώ, όταν αντιλαμβάνομαι ότι σε όλα επέρχεται μια διαδικασία
επαναπροσδιορισμού, καθώς εισβάλλουν στην αντίληψή μας – θέση, αντίθεση,
σύνθεση – άρα μετουσίωσης, άρα αλλαγής ή ανασύνταξης, των στοιχείων που τα
εμπεριέχουν. Αυτό αποδεικνύει, πως το σώμα δέκτης δεν μετακινείται αυτόματα –
από τη θέαση ή την επαφή μαζί τους – κι ούτε χιλιοστό από την εισβολή τους
εντός μας και, πολλές φορές μένει αδιάφορο απ’ αυτά, λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Απορροφά τους εν δυνάμει κραδασμούς τους, τα αποθηκεύει ή τα αγνοεί, κι όποτε
θέλει ή δεν θέλει, τα αποδίδει μεταλλαγμένα ή σε θραύσματα σ’ ένα συλλογισμό
προσομοίωσης, όπως και 'κεί που κρίνει σκόπιμο, ή τα εξαφανίζει ανέγγιχτα. Όμως ένας
άλλος μου εαυτός έρχεται λάβρος την επόμενη στιγμή, να μου ανατρέψει τη θεωρία
μου και να σωρεύσει στη συνείδησή μου καταστάσεις, που αποδεικνύουν το
αντίθετο.
2
Πίνω τον καφέ
μου όπως κάθε πρωί στο μικρό μαγαζάκι της πλατείας – στου αδελφού μου
μουσουλμάνου Μόφα – και παρατηρώντας τις ίδιες καθημερινές συνήθειες των πελατών
– καλοκάγαθοι άνθρωποι, αλλά αιχμάλωτοι της ασυνειδησίας τους – ανακαλύπτω τις
δικές μου, όπως καθρεφτίζομαι στα μάτια τους, δίχως εμφανή επικριτικό τρόπο·
μόνο μερικές φορές με κάποια ανιαρά ευφυολογήματα, όπως μου απευθύνονται με το
καλημέρα και με αναστατώνουν, καθώς νομίζουν ότι με ξέρουν, δίχως ν’
αντιλαμβάνονται τον καγχασμό που κουβαλώ μέσα μου, από μέρες και πράξεις
ερειπίων, ούτε το σαρκασμό της οδύνης του χρόνου αντίγραφου, όπως με παρασύρει
σε αδιέξοδους προορισμούς. Τότε με εφαλτήριο μια υποβόσκουσα έπαρση μου –
κατάλοιπο ενός άκοπου παιδικού ομφάλιου λώρου – αναμένω επάνω στη συζήτηση μας
την κατάλληλη στιγμή, σε μια λάθος ενδεχομένως εκτίμηση, ή διαπίστωση των
γεγονότων που απασχολούν την κοινή γνώμη, για να κατασπαράξω αμάσητο ένα συνομιλητή
μου, μ’ ένα ψεύτικο καθωσπρεπισμό, ως δικλείδα ασφαλείας, και να τον
αποσυντονίσω σε τέτοιο σημείο, που να βγει στην επιφάνεια ο χείριστος εαυτός
του. Έχω διαγνώσει το έλλειμμα αυτογνωσίας των περισσοτέρων, και ωσάν μαχόμενος
δημοσιογράφος, ξεδιπλώνω τη καταγγελτική μου δεινότητα, με σημείο αναφοράς τις
καθημερινές αντιπαραθέσεις μας, για τα δύο κόμματα εξουσίας, κι ο λόγος φυσικά
είναι προφανής, επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών τα υποστηρίζουν, στο πλαίσιο
των πελατειακών σχέσεων μ’ αυτά. Νιώθω σε μέρες οργής εξαιτίας κι άλλων
οικονομικών μέτρων που παίρνονται από τους κυβερνώντες, να διολισθαίνω τόσο,
όπου αν ήταν δυνατόν ο λόγος μου σαν ξίφος, να μπορεί να πάρει τα κεφάλια
κάποιων εξ αυτών. Αμέσως μετά, με μια τρικυμιώδη συστολή, προσπαθώ να
εξευμενίσω τα πνεύματα, κι όλη αυτή η μεταστροφή μου, νιώθω να προέρχεται από
έναν ασκητή εαυτό μου που διεκδικεί σιωπηρά την πρωτοκαθεδρία στο είναι μου.
Φεύγοντας αργότερα από εκεί όπως και κάθε φορά, ξεκινά η εσωτερική διαμάχη των
πολλών εαυτών μου, που χρησιμοποιούν την διαλεκτική της αυταρέσκειας έκαστος:
με ασυνάρτητες και καταρρακωμένες πολύπαθες απόψεις, με διενέξεις άμυνας κι
εφησυχασμούς, ώστε να με καταπραΰνουν. Αυτό το μαρτύριο κρατά ως συνήθως έως
το άλλο πρωί, όπου ωσάν μοναχός επιβάλλω εγκράτεια σιωπής στον εαυτό μου, για
να τον τιθασεύσω από τις ενοχές του –ο φίλος μου ο Μάνος δίπλα στο καφεκοπτείο
καταλαβαίνει αμέσως τις Ερινύες που με κατακλύζουν. Θυμάμαι μια μέρα που
ξεστόμισα κάτι, που στην πραγματικότητα είμαι κάθετα αντίθετος με αυτή τη
φιλοσοφία: των πρακτικών βίας, με τους αυτόχειρες και οτιδήποτε μπορεί ν’
αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή. Είπα λοιπόν: "ότι αν είχαν το πολιτικό ανάστημα οι
εν ζωή πρωθυπουργοί της χώρας μας, θα έκαναν χαρακίρι μπροστά στον μνημείο του
άγνωστου στρατιώτη, για τα δεινά που έχουν προκαλέσει στον τόπο μας". Η
ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε πολύ, με φωνασκίες ωσάν τους βαρβάρους. Λίγους
ανθρώπους έχω συναντήσει στη ζωή μου που μπορώ να απολαύσω τη συζήτηση μαζί
τους, με ουσιαστικά πράγματα κι επιχειρήματα απόψεων όπου διευρύνουν το πνεύμα
και σε λυτρώνουν από τα καθημερινά.
3
Μέσα στα βιβλία
και σε ελάχιστα κινηματογραφικά έργα, βρίσκω διέξοδο στις επιβαλλόμενες ώρες
της μοναξιάς μου· αντικαθιστώντας τους ήρωες σε κόντρα ως συνήθως ρόλους,
αυτοσχεδιάζοντας με πρωτόλειο υλικό φαντασίας, σε διαλόγους όπου προκύπτουν
επιτεύγματα υπεράνω των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Ανήκω στη μεσαία τάξη των
αναγνωστών, παρότι σε αρκετές χρονικές περιόδους της ζωής μου, διάβαζα
ολόκληρους καταλόγους βιβλίων μανιωδώς, ώστε να μπορώ να αρθρώνω το λόγο σε παρέες
σημαντικών προσώπων των γραμμάτων με άνεση· κάτι που μπορούσε να με κάνει
αποδεχτό και ισάξιο συνομιλητή τους. Στην πραγματικότητα αποτελούμαι από
δεκάδες πρόσωπα της μυθοπλασίας, μαζί με τους απόκρυφους εαυτούς μου, που σε
δύσκολες συνθήκες αναδύονται λες, από παρθενογένεση, και ξαφνιάζοντάς με.
Υπάρχουν μέρες που βουλιάζω σ’ ένα περιρρέον τέλμα και είμαι ανίκανος να βγω
από την απάθεια και την απραξία της ύπαρξής μου. Όλα μου φαίνονται αντίγραφα
των αντιγράφων της επανάληψης και μες στην αρχιτεκτονική της νοητής μου
φυλακής, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες ώστε ν’ αποδράσω σε μαγικούς κόσμους της
προοπτικής, με κατασκευές της υπερβατικότητας, από υλικά λέξεων, δομημένες με
μουσικούς φθόγγους από τα βάθη της ψυχής μου. Τους τελευταίους μήνες ο τετράποδος
σύντροφός μου Άρης- Αρίκος αναλαμβάνει πλέον το ρόλο πέραν της συντροφικότητας:
του πειραχτήρι, του αγαπησιάρη και του οδηγητή μου στην ηρεμία και στην ταράτσα
του σπιτιού μας, παίζοντας μαζί, αυτοσχέδια παιχνίδια. Ένα βράδυ τον
παρακολουθούσα από μια άκρη της οροφής, όπως κατέβαζε τ’ αστέρια από τον ουρανό
– νοερά κατ’ εμέ – κι έπαιζε μαζί τους, χρησιμοποιώντας τα σαν μπαλόνια,
τρέχοντας γύρω-γύρω και χοροπηδώντας σαν μικρό παιδί, ήταν η γλυπτική των αισθήσεων στην έκσταση.
Είναι ηλίθιο να χαρακτηρίζουμε κάποιον, λέγοντάς τον ζώο, του δίνουμε αξία φίλοι
μου και είναι άδικο γι’ αυτά τα πλασματάκια της φύσης. Ένα απόγευμα ο Αρίκος
άρχισε ξαφνικά να γαυγίζει, κοιτώντας προς το ντουβάρι δίπλα στην τζαμόπορτα
της βεράντας, δίχως εκεί να υπάρχει το παραμικρό· ούτε έστω μια μικρή πεταλουδίτσα.
Η ένταση της επιθετικότητάς του ήταν τόση, που τρόμαξα. Τον πλησίασα να τον
καθησυχάσω, αλλά αυτός συνέχισε πιο δυνατά σηκώνοντας τη μουσούδα του στο ύψος
ενός αόρατου ανθρώπου. Φάνηκε ότι αυτό το αέρινο ον, σαν να υποχωρούσε έξω από
το συρόμενο τζαμωτό, δίπλα στα δίμετρα φυτά, στις δύο μακρόστενες ζαρντινιέρες
της βεράντας· σύμφωνα με την τακτική εξουδετέρωσης ενός εχθρού. Ήταν σαν να
υπήρχε ένας απρόσκλητος επισκέπτης και προσπαθούσε να με προστατεύσει. Αυτό το
γεγονός θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου. Μπορεί να με πείτε ανόητο,
όμως είμαι πεπεισμένος πια, ότι τα ζώα αντιλαμβάνονται πράγματα πέρα από το
παραπέτασμα του υπαρκτού κόσμου, που όμως, εμείς οι άνθρωποι αδυνατούμε με τις
αισθήσεις μας να εισχωρήσουμε και να εισέλθουμε, σε άλλα συμπαντικά επίπεδα.
Όλο αυτό κράτησε γύρω στα τέσσερα λεπτά, και παρακολουθώντας το αμέτοχος,
βλέποντας τον Αρίκο να αντιδρά περίεργα, ενώ το υποτιθέμενο αόρατο ον,
υποχωρούσε, όπως σε συμβάν του δρόμου, όταν ένα σκυλί γίνεται επιθετικό σε
κάποιον άνθρωπο και τον αναγκάζει με αργά βήματα να κάνει πίσω. Το περιστατικό
έληξε σιγά – σιγά, όταν έφτασε να διαδραματίζεται μέχρι το κάγκελο της βεράντας
κι ο Άρης εξακολουθούσε να αντιδρά πλέον με μικρές παύσεις επιθετικότητας,
κοιτώντας το κενό, με σηκωμένο όμως το βλέμμα του, έως το ύψος της απέναντι
πολυκατοικίας. Επικοινωνούμε πλέον με τον Αρίκο με τα μάτια, ξέροντας τις
συνήθειες ο ένας του άλλου, με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις όπως ένα παιδί με
τις μικρές του αταξίες, που όμως αμέσως τις καταλαβαίνει. Κοιτάζοντάς με
μ’ αυτά τα μελαγχολικά μάτια, μου δείχνει πως πρέπει να τον συγχωρώ αν
πραγματικά τον αγαπώ, κι αυτό κάνω μετά από ένα βλέμμα μου προσποιητής
αυστηρότητας μερικών δευτερολέπτων. Κάθε φορά στη βόλτα μας, προσπαθώ να τον
προφυλάξω από τους ψευτοφιλόζωους που αφήνουν κόκαλα στα πεζοδρόμια και που
είναι τόσο επικίνδυνα για τα σκυλιά, σε σημείο να έχουν χάσει τη ζωή τους,
πολλά απ’ αυτά. Ο αληθινά φιλόζωος, παίρνει ένα αδέσποτο σκυλί ή γατί στο σπίτι
του και το φροντίζει κι όση αγάπη του δίνεις, εκείνο σου την ανταποδίδει στο
δεκαπλάσιο.
4
Οι άνθρωποι
στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν επικοινωνούν· μιλάς σε κάποιον κι εκείνος
δεν ακούει τι του λες, και σκέφτεται απλώς πως να σου απαντήσει, ωσάν φερέφωνο
της συλλογικής γλώσσας του δρόμου, μ’ ένα περιορισμένο λεξιλόγιο, σύνηθες και
φτωχό, με φληναφήματα λαϊκής αγοράς, κακοποιώντας την ελληνική γλώσσα βάναυσα.
Όσο για εκείνους των πανεπιστημίων της αποστήθισης ούτε λόγος· φορούν το μανδύα
της υποκρισίας με τα δηλητηριώδη τους χνώτα, ωσάν καίσαρες με την απολεσθείσα
ύπαρξή τους στο βωμό του κέρδους, και με καθοδηγητή τον παράνομο πλουτισμό. Η
μέγιστη δε αποστήθισή τους είναι αυτή του ύψους της αλλοτρίωσης με την οποία
παραφράζονται, ακόμα και οι χονδρέμποροι της λαχαναγοράς. Υστεροβουλία,
συμφέρον, εγωισμός, μισόλογα, κρυμμένα πάθη, πισώπλατα μαχαιρώματα, και τόσα
άλλα συνθέτουν την τιποτένια ζωούλα τους. Αυτό το σύνδρομο της αυτόματης
εσώτερης ζυγαριάς του κέρδους και μόνο, με τα αδιάθετα μετρήσιμα της ανυπαρξίας
τους, μου προκαλεί εμετό και απέχθεια όταν το αντιλαμβάνομαι στα μάτια τους –
δεν ξέρετε πόσο εύκολο μου είναι πλέον να διαβάζω πίσω από τα τείχη της
αδιανόητης ελαφρότητάς τους, τις φωτοσκιάσεις στην υποκριτική φευγαλέα ματιά
τους, που αναγράφουν υποτίθεται εν κρυπτώ τα πιο υπό ζωώδη ένστικτά τους.
Μιλάς σε κάποιον κι ακούει μόνο θορύβους· συρρικνωμένα μυαλά σκέτοι
σκουπιδότοποι, ωσάν περιτυλίγματα σαπίλας και ξεδιαντροπιάς. Χρυσόμυγες, που
βρωμίζουν αθώων τους βίους και περιμένουν σε μια αδύναμη στιγμή κάποιου
συνανθρώπου μας, να ορμήσουν σαν αρπαχτικά. Από την μια άκρη της χώρας έως την
άλλη, οι ίδιες απροσχημάτιστες συμπεριφορές, πολιτικών, γιατρών, δικηγόρων και
κάθε λογής επαγγελματιών της αυθαιρεσίας και της αδιαφάνειας, με τα πτυχία και
τους τίτλους της διαπλοκής και της ημιμάθειας.
Όλοι μας έχουμε
μέσα μας έναν θηρίο, σε ραγισμένο στιγμών καθρέφτη της συνείδησης κι εγώ είμαι ένας εξ
αυτών, που μάχομαι πρωτίστως με τον εαυτό μου, ώστε να βρω τη γαλήνη μέσα μου.
Πολλές φορές από ευαισθησία ή ανάγκη λύτρωσης από τη μοναξιά, λάθεψα με τις επιλογές μου στις ερωτικές ή φιλικές συναναστροφές μου.
Δεν δείχνω με τα δάχτυλο τίποτα σε κανένα, απλώς ερμηνεύω ή αυτό ερμηνεύομαι
γράφοντας, προσπαθώντας να ξορκίσω τους δαίμονες που με περιπλέκουν πολλές
φορές, σε περιστάσεις που έπρεπε με τα χρόνια, να είχα τη
σοφία, ώστε να τις αποφύγω. Δεν υπάρχει το συλλήβδην για όλους τους
συνανθρώπους μου στο υποσυνείδητό μου· όμως το ποσοστό της απάθειας αυξάνει στο
ανθρώπινο συνειδητό και υποσυνείδητο, που είναι η αφετηρία του νοείν, και το
θεμέλιο της ατομικότητας. Η χώρα μας έχει απαξιωθεί παγκοσμίως, εξ αιτίας των
ατομικών μας συμπεριφορών κι επιλογών. Να ξέρατε πόσο επίκαιρος είναι Ο ΚΑΦΚΑ,
που με κάνει να τρομάζω, μη τυχόν γίνω κι εγώ ένα απεχθές ζωύφιο, σπαταλώντας
τη ζωή μου χωρίς σκοπό· όπως επίσης προσπαθώ ν’ αποφύγω τα γρανάζια, ενός
παράλογου συστήματος αξιών και τους λαβύρινθους ενός πύργου αποξένωσης κι
απαξίωσης της ανθρώπινης υπόστασης ή μιας δίκης του εαυτού μου σ’ ένα
απρόσωπο δικαστήριο παρερμηνειών μιας λανθάνουσας βούλησης, που συντάσσει
νόμους κι αποφάσεις ερήμην μου. Ίσως ο ιστορικός του μέλλοντος, να μειδιά με
τον απλοϊκό τρόπο σκέψης όλων εμάς, όταν το μέτρο των συμπεριφορών τους θα
διέπεται τότε, από κανόνες εγγεγραμμένους στα κύτταρα τους, δίχως καμιά
παρέκκλιση.
Τότε ίσως σ’
ένα φίλο μου θα μπορούσα να του απαντούσα, όταν μου είπε κάποτε: “είσαι πολύ
καλός για να είσαι αληθινός”, ότι ούτε καλός είμαι ούτε κακός, αυτά είναι
ανθρώπινες επεξηγήσεις και ορισμοί που ουδεμία σημασία έχουν, βλέποντας την
κουκίδα που λέγεται Γη από την κόμη της Βερενίκης (η κόμη της Βερενίκης του
Γιώργου Γραμματικάκη).
5
Γέμισε ο κόσμος
με καρικατούρες ανθρωποειδών. Βαλσαμωμένα όντα, όπως βιώνουν την άθλια ζωή
τους αποπνέοντας απορρυπαντικά, ιδεοληψίες και θρησκοληψίες· όμως όλα αυτά τα
καλύπτουν μ’ ένα ζευγάρι μάτια δανεικά των καιρών, ή φορώντας γυαλιά ηλίου
ακόμα και σε μέρες καταχνιάς, αγορασμένα με την ψευδεπίγραφη ετικέτα της
ευμάρειας ,μη χρίοντας ιατρικής περίθαλψης αφού ήδη είναι νεκροί. Φανταστείτε
τη Γη δίχως το ανθρώπινο είδος, θα ήταν ο απόλυτος παράδεισος. Αρκετό καιρό
ξεκίνησα να πιστεύω ότι είμαστε δημιούργημα ενός άλλου συμπαντικού πολιτισμού,
υβρίδια, όπου μας δόθηκαν κι ακόμα μας δίνονται κάποια πνευματικά προϊόντα για
να πορευόμαστε, σε προ νηπιακή κατάσταση, αλλιώς δεν μπορούν να εξηγηθούν πολλά
πράγματα, ως προς τη δομή μας και τις καταστροφικές μας συνήθειες, που
αποδεικνύονται από τις αρχαιολογικές έρευνες χιλιάδων ετών, έως σήμερα. Δεν
μπορεί ο Θεός να έχει δημιουργήσει τόσες τερατόμορφες υπάρξεις!