Σε ‘κείνο το υπεράριθμο παρόν δε θα με βρεις,
Όπως και σε οχλαγωγίες και σε άπραγες συνάξεις,
Μόνο στο απέριττο και στο έλασσον θραύομαι.
Της μνήμης το εκκωφαντικό δεν προσκυνώ,
Και τους διθυραμβικούς κτήτορες της,
Μες στην αβυσσαλέα ερημία της κατακρημνίζω.
Ειδωλολάτρης είμαι και προσκυνώ, εκείνο που αχνοφέγγει,
Και που ποτέ να το θωπεύσω δεν μ’ αφήνει,
Κι όταν με κατακλύζει ο κόσμος μου χειμάζεται,
Ενώ η οδύνη μου άφωνα του εκτοξεύει μύδρους του πένθους.
« τ' ονοματίζω του Ίμερου έμβρυο που επί του πηλού σπαράσσεται
όσο ο χρόνος της θυσίας, επίορκος, αναδύεται από αύτανδρη γη»
Είναι ‘κείνο το αδηφάγο πένθος του καιρού κι ανήλεο,
Με το αδάμαστο έλλειμμά του, που ποτέ
Δεν καταλαγιάζει, ωσάν μετέωρη περπατησιά
Στου ανεκπλήρωτου το δρόμο τον αχάρακτο.
Όπως και σε οχλαγωγίες και σε άπραγες συνάξεις,
Μόνο στο απέριττο και στο έλασσον θραύομαι.
Της μνήμης το εκκωφαντικό δεν προσκυνώ,
Και τους διθυραμβικούς κτήτορες της,
Μες στην αβυσσαλέα ερημία της κατακρημνίζω.
Ειδωλολάτρης είμαι και προσκυνώ, εκείνο που αχνοφέγγει,
Και που ποτέ να το θωπεύσω δεν μ’ αφήνει,
Κι όταν με κατακλύζει ο κόσμος μου χειμάζεται,
Ενώ η οδύνη μου άφωνα του εκτοξεύει μύδρους του πένθους.
« τ' ονοματίζω του Ίμερου έμβρυο που επί του πηλού σπαράσσεται
όσο ο χρόνος της θυσίας, επίορκος, αναδύεται από αύτανδρη γη»
Είναι ‘κείνο το αδηφάγο πένθος του καιρού κι ανήλεο,
Με το αδάμαστο έλλειμμά του, που ποτέ
Δεν καταλαγιάζει, ωσάν μετέωρη περπατησιά
Στου ανεκπλήρωτου το δρόμο τον αχάρακτο.