Σμύρνα ζύμωσα, χρυσό και κρίνα για μια χίμαιρα μίσθωσα τους δρόμους με το μήνα στα εφήμερα βρίσκω φίλους στη γιορτή του Άδη ν’αφιονίζονται κι είναι πάνω τους καρφί το χάδι και χαρίζονται
Έπλυνα της ήβης την πορφύρα στην παλίρροια πάλεψα για την πνοή που πήρα με μυστήρια μέρισμα θα προσδοκώ μιας τύχης σε απέλαση δίκοπος της λησμονιάς ο πήχης για προσπέλαση
Πλεύρισαν των γυρισμών τα πλοία στο μπαλκόνι μου σαν ιπτάμενο χαλί η Ντία στο σεντόνι μου μ’έκοψε στην άμμο το κρινάκι και ημέρεψε ήπιε απ’το σώμα μου σαράκι και με στέρεψε
Στων ανέμων είδα τα παλάτια φως αντίγραφο μου’ διναν τους πόθους με τα μάτια, τελεσίγραφο νύχτα άμυαλη με το τσακμάκι σε πυρπόλησα νόστος μ’έπιασε στην Κατεχάκη κι αυτομόλησα
της μνήμης η πάμφωτη ραγισματιά
διαθλάται τρεις το πρωί στην κάμαρά μου
ενώ ανασταίνεται μια απροσδόκητη παραίσθηση
και με φτερωμένα λόγια αναπαριστά
των κατόπτρων τις επαγγελίες σε ακηδεμόνευτο Χρόνο
ό,τι συνοψίζεις απουσιάζει, μου υπενθύμισε
ό,τι σε ακολουθεί σε ξεστρατίζει
ό,τι σε ακυρώνει σ' εμπεριέχει
ό,τι απαριθμείς σε ξενιτεύει και
ό,τι αποδιώχνεις σε αλυσοδένει
βρέχει καταρρακτωδώς στα βόρεια του Κόσμου
στα νότια φυσούν άνεμοι πολλών αναμνήσεων
αγκυροβολημένα θα παραμείνουν κι απόψε τα όνειρα
η νύχτα θα είναι απροσπέλαστη
μου ζητήθηκε από την απανταχούσα Λογική
να μην κάνω άσκοπες μετακινήσεις
στου παρελθόντος, τους αμέρωτους έρωτες