Σε κύμα σχεδία του πελάγου θαλασσώ,
Καθώς με κλήρωσαν μ’ αστόχαστου τυχάριθμου τη χάρη,Και με παλαιική μορφή: του κόσμου ξωμερίτης.
Δηώσιμος της λύτρωσης,
Βυθομετρώ του νόστου τα ταξίδια,
Ως ενεός της άπλαστης ζωής μου.
Με συνωμότες άκαιρους ενιαυτούς
Και οίστρου συνουσία,
Να ιστορώ πλεονασμούς νεκρολογώντας ίσκιους,
Σιμά με τ’ αχαλίνωτα καράβια της καρδιάς μου.
Σε βράχια του αγνωστικισμού σπίτι των θεοτήτων,
Και με σπονδή αλύτρωτης ψυχής, το φως να τιθασεύω.
Τυφλός από βλέμματα τυχάρπαστων
Το σκότος να ιχνηλατώ με φωνή περιθωρίου,
Παρά να αφουγκράζομαι χνώτα παντοπωλείων
Και διαβασμένους αχαρτογράφητους
Από ατραπών λαβύρινθους, θαμώνες της αιθρίας,
Που εκπορνεύονται όπως ομιλούν,
Με άναρθρους βίους αποικιοκρατών της κάθε ημέρας.
Αέρηδων δρασκελίσματα με άρπαξαν
Από όλα ετούτα των αρπαχτικών,
Τα πολυσύχναστα τυράννων να μη βλέπω.
Μ’ ενσάρκωσαν με βράγχια κι αόρατα φτερά οι ερινύες,
Αγέννητες λέξεις να κυνηγώ ωσάν το Σίσυφο,Σε άπλαστο βουνό του αοράτου, όπως κατρακυλούν.
Κι όταν τις στήνω στη σειρά συγχρόνως να τις χάνω και
Να τις συναντώ σε όχθες άλλων τόπων.
Να με καγχάζουν να με περιγελούν,
Να μου κουνούν μαντήλια –μαύρες σημαίες πειρατών.
Κι όταν κοιτώ πόσο τις αποτύπωσα, σελίδα άδεια
Ν’ αντικρίζω στα σώψυχά μου κι ωσάν
Λιθοδόμος μοναχός κελί, ολονυχτίς να χτίζω.
Με λέξεις πέτρες αύτανδρες, πετριές όχλου της πλάνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου