Το ηλεκτρικό τρυπάνι στην οικοδομή απέναντι,
κομματιάζει του ανέμου την υπεροψία,
ενώ στις παύσεις του, ακούγεται
ένα αραβικό τραγούδι στο τέρμα του αδιέξοδου
καθώς, η σκόνη από τη Σαχάρα, επικάθεται
στις αλχημείες των δελτίων ειδήσεων.
Ο Παντοκράτωρ Χρόνος
ανασυντάσσεται στις ραγισματιές της μνήμης,
απρόσκλητος κι αιρετικός.
Αποθανατίζεται σε λερές μισοσχισμένες
αφίσες για την εκμάθηση ξένων δρόμων,
καλώντας τους περαστικούς, να συμπράξουν
σε απροσδόκητο ταξίδι, με προσφορές
εισιτηρίων άνευ επιστροφής.
Στο εκμαγείο των ήχων περιπλανάται,
προσπαθώντας να εισέλθει από την κρυφή θήρα
του ανεπίγνωστου,
ώστε ν’ αποδώσει στα ηχοχρώματα τις λέξεις κλειδιά,
που θα ενσαρκώσουν μια απόκρυφη πράξη ενάργειας.
Το λουλουδάκι του γκρεμού τον ανεμίζει.
Άραγε ο τελευταίος κρότος του,
σε ποια αταξία εποχής θα χωρέσει.
Ίσως σε καθρέφτη πένθους
μιας ακόμα ημέρας, Θεέ των άλικων ρόδων.
Κανείς δεν του αναγνωρίζει την ερημία του,
καθώς περνά ασθμαίνοντας ως φαίνεται
το νήμα των προσδοκιών του κόσμου.
Αίφνης η άχραντη προαίσθηση
τον κροταλίζει στον περίβολο
της ασημαντότητας,
ξετυλίγοντας αποστάσεις στη θέαση
του ορίζοντα από μπετόν.
Αυτοδίδακτος στο σκοτάδι φυλλορροεί
στην αυτάρκεια του εφήμερου και
ασυνάρτητος ευδοκιμεί ως απόηχος,
καθώς τον θηλάζει η μέρα,
με τα απολεσθέντα και τα ληξιπρόθεσμα
των βίων.