“Τώρα πια σε κατανοώ" Το έβαλα σ’ ένα μπουκάλι και το πέταξα στα κύματα. Θαλασσοδέρνει στους ωκεανούς δίχως ποτέ Να πιάνει λιμάνι κι έχω χάσει τα ίχνη του ξενιτεμένου χρόνια εαυτού μου.
Στα καθρεφτάκια των κυμάτων λάμνει τ’ όνειρο και οι γλάροι το ντύνουν κάθε βράδυ στα λευκά ως αγγελιοφόρο παρήγορου καλέσματος στους νυχτερινούς ταξιδιώτες που ψάχνουν ακόμα μια καρδιά – μ’ έναν άνθρωπο –πατρίδα.
Έγινα χελώνα του πελάγου από σήμερα και στο κέλυφός μου θα μεταφέρω τις μαρτυρίες των ταξιδευτών. Παρακαλώ σας να με φωνάζετε “Σκιά του νερού” κι εγώ δε θα προδώσω Ποτέ τα μυστικά ταξίδια σας.
Το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο: γι' αυτό πετώ στα σύννεφα ως αιθεροβάμων στους αρμούς της μέρας ισορροπώντας σε ανεπίγνωστες γραμμές των οριζόντων αδαώς και αναπόδοτος ώστε κάπως έτσι να αδερφώνομαι με τις απουσίες μου.
“ Έχω αφανίσει παμμέγιστους” Ψιθύρισε η σκιά του “εσένα θα φοβηθώ!” Ο Λόγιος ακούγοντάς την Προχώρησε τοίχο –τοίχο, κι όταν έφτασε Στην πόρτα του σπιτιού του Με τρεμάμενο χέρι την ξεκλείδωσε Αναφωνώντας: “ απεταξάμην τον σατανά”. Ύστερα άναψε ένα κομμάτι ουρανό Με αστεροειδή επιφωνήματα Για να ζεσταθεί, και ξεκίνησε τη γραφή Στην ασφάλεια του
δωματίου του Με αποδέχτη τον ουρανομήκη "συν εαυτό του". Έξω στο δρόμο όμως ένα ακόμα παιδί θα σκότωνε Η αδιαφορία “του μη συν είναι μας”.
Κι άλλη απώλεια ονομάτισε η μέρα Από τα τοξοβόλα σύννεφα των καιρών Ενώ οι κήρυκες της σκοτεινιάς Έστηναν ακόμα ένα τόπο μαρτυρίου Στης διαίρεσης την οχλαγωγία.
Μα γιατί ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια μόνα τους και τα πόδια γράφουν στο πλατύσκαλο ανεκπλήρωτα ταξίδια; 'Ίσως να φταίει ο νυχτερινός απόπλους, που κανένας δεν πρόλαβε!
1…"επόμενος σταθμός: Νέος Κόσμος "... φιλοπαίγμων χρόνος : «επόμενος σταθμός Ηλύσια πεδία»… 2…να υπακούς τους δεσμοφύλακές σου επειδή πάντα θα σου απαντούν όταν τους ρωτάς: “τι ώρα είναι στον παράδεισο;”
Με το ροδόσταγμα τη μέρα σου λούζεις όμως η αρμύρα της θάλασσας ανεξίτηλη μένει και σου θυμίζει την οδύσσεια του νόστου σου και τα δρομολόγιά σου στα σκοτάδια που κατάσαρκα φοράς σε άχρωμα βράδια
το ανθάκι του γιαλού μα στα σαράντα κύματα ριγεί γέρνει στο φως και μαραζώνει κι ένας ξέμπαρκος ναύτης δίπλα του το βλέπει και δακρύζει γιατί θυσία θέλει ο καιρός σπονδή και η αγάπη
Με αδρανή υλικά βίων Και με λέξεις από φωταψίες Ρομάντζων άηχου καιρού, Ότι λες κι ότι δημιουργείς Είναι ψευδεπίγραφο αν Πρωτίστως δεν έχεις μεταβεί Στις εμπόλεμες περιοχές Του είναι σου!... Και όχι φυσικά ως ροβινσώνας Εντός σχεδίου!!!...
Των πρότερων βίων μου… Στα ερείπια πια έχουν ανθήσει αγριολούλουδα Και τα κελαηδήματα των πουλιών Ζωγραφίζουν τις σιωπές. "Λύτρωση ή λησμονιά;"... Ίσως ποτέ δε θα μάθω.