Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΧΡΟΝΟΣ ΑΧΡΟΝΟΣ

Οι άνεμοι τον αγόρευσαν παντός καιρoύ 
τη μοναξιά γεννά μονοφωνικά στα βραχέα κύματα του λογισμού,
με των ταξιδευτών τις εξαγγελίες, όμως
στο καθεστώς της συνήθειας δε λογοδοτεί.

Πάλλεται στο φως
ανακινώντας μορφές ξεχασμένες,
από μύχιους τόπους και πυροστρόβιλους σιωπής.

Κραδαίνει ρομφαίες ανάσες
μ' επίορκων λυτρωμών τους ξεσηκωμούς.

"Κι αν αλυχτά η θλίψη μη λησμονάτε" συνομολογεί μαζί του
είναι δέσμια σε κάβο τρικυμίας,
ποτέ δε θα σαλπάρει,
εκεί θα παραδέρνει με αλυσίδα ανυπόστατη,
στη χλεύη της βοούν τα κύμβαλα της νύχτας.
Ύστερα μέσα στα αλαλάζοντα
ξυπνήματα του δρόμου
μαζί με τους πρωινούς εργάτες,
φουμάρει τσιγάρο ακατέργαστης ελπίδας.

Διασώζει ψυχές, αλλά με τραύματα  επίγνωσης.

Ρίχνει δίχτυ φωτός η μέρα
να τον σκλαβώσει όπως τον άνεμο,
καθώς μάχεται σε ανεμοδούρα αυτεξούσιος και τα βράδια,
αεικίνητος από γιρλάντες ανεόρταστων στιγμών, αυτομολείται προς το άγνωστο.
Της κάνει σινιάλο,
οι ιριδισμοί του ξεστρατίζουν τα μάτια
καθώς φτεροκοπούν κάποιες φορές
στο κοίταγμά τους κλείνοντας συμφωνίες
με τα θροΐσματα των άστρων.
Μιλά τη γλώσσα τους.

Καράβια ακυβέρνητα οι αυλές του
και πώς να πλευρίσει το φως
όσο ανασαίνει από τη σκόνη του σήμερα.
Η ορμή του όμως δε φτάνει
να δαμάσει το πεπρωμένο
όπου θεμέλιο ρίζωσε βαθύ
ο νόστος στο βράχο,
αχαρτογράφητος όπως κείται στα μετόπισθεν
της αυτογνωσίας.

Όλο φεύγει σε άλλα νοήματα, άοκνος
κι αμάθευτα κορμιά προστρέχουν να τον εξιχνιάσουν.
Δίκοπο το διάζωμα,
εκεί που τον διέσχισαν οι ώρες της δίψας και του ελέους.
 Μακραίνει το αδιάβατο και πετρώνει το παρόν με λόγια ανέμων.

Ξεκινά αναρρίχηση στο τίποτα
εκεί που η ψυχή δεν έχει μάτια
και τι να τα κάνει άλλωστε.

Με τους ψιθύρους της Σελήνης
οι γυάλινες πόλεις
τον αντικατοπτρίζουν με σκιώδη αινίγματα,
καθώς συνυπάρχει μαζί τους στο παλίμψηστο της μέρας.
Στην ωχρότητα του πρωινού
ορκίστηκε να τον ξενιτεύει το παρόν.

Αντερείσματα της θλίψης
τα μισοσκότεινα δωμάτια τον υμνούν,
ωσάν σε κατακτημένη γη, όπου κανείς δεν εξεγείρεται.
Τόσο συνετά μεγαλουργεί στους προαποφασισμένους βίους, που
όλο περιμένουν το ανεπανόρθωτο να τους συντρίψει.

Όμως την τύχη θάρρος θέλει
να την καταδώσεις
σ΄ ένα αποτρόπαιο στιγμιότυπο και
να την αποθανατίσεις ανύπαρκτη,
και με φεγγάρι μισερό
στο ακροθαλάσσι να την πνίξεις
ως συμβολή στους ναυτιλλομένους.

Σπάει το φως σε κομμάτια
σφυρήλατης  αγωνίας
κι έπειτα τα θρυμματίζει με αέρινα δάχτυλα
σε φωτοσκιάσεις μυστηρίων.
Μήτε που προσέχει το αδιανόητο όπως τον μάχεται
ξεφυλλίζοντας τ' αθώα βλέμματα των περαστικών.
Μάτια πετρωμένα με χρησμούς των μαντείων του δρόμου, εκστασιασμένα,
θερίζοντας το αμάντευτο της ύλης του όπως δραπετεύει,
από το μέγα στέγαστρο της θέωσής του, εκπορευόμενος αμαχητί
με τα λεηλατημένα δρομολόγια.

Με άηχη φωνή ακολουθεί απόκρυφα δρομολόγια
και τα ξενιτεύει ως ακυρωμένα.

Ξυπνάει 
με το ζωνάρι της αστραπής,
τραβώντας τον άνεμο από το στόμα, ωσάν
θηρίο σε αρχαία σπηλιά.
Ραγισμένα χρόνια
σβωλιάζουν στη γλώσσα του.

Ήμαρτον και πόσο ακόμα
Θα μιλά με τις συχνότητες των μυστηρίων;

Απλώνει κατάσαρκα τα θέλγητρα
και μόλις φέξει ξεδιπλώνεται
μπροστά στις νυσταγμένες επιγραφές του δρόμου, άμεμπτος.
Καμιά νύχτα δεν του πρόσθεσε σημάδι ήττας,
ακόρεστος τυχοδιώκτης των Εθνών,
σπαταλά ότι πέσει στην στιλπνότητα του,
"όπως σιωπά" καλά το είπες.
Όταν φορούν τα βλέφαρα πανιά
λογχίζουν τα μάτια τον καιρό
βλέποντας την επίπλαστη πλευρά του.
Τότε συνδράμει σε νυχτερινές υπερωρίες,
σκορπώντας νεροποντές εορτασμού
σε ξεραμένα χείλη.

Εκδόθηκαν σε ημερήσια αντίτυπα
οι σιωπές των ευανάγνωστων επαναλήψεών του
κι απέκτησαν ερείσματα επάνω τους
ως και τα ψυχοσάββατα.

Χωρίς να τον χάνω από το βλέμμα μου
τον παρατηρώ στο πλήθος
να μ' αφουγκράζεται αοράτως.
Σπαράζει δίψα άνυδρη
προσφέρεται  ως διάλειμμα στην επίγεια
αποθέωση της αυταπάτης.

 Περιουσία του κόσμου
και δικαίωμα να άρχει τις ψυχές του.
Τον απαλλοτριώνω ώστε μόνο να τον υποθέτω,
με συμβολαιογράφο καιρό.
"Τι άλλο;"
Του δωρίζεται και τον διαλαλεί η μέρα
με τα μάτια των άλλων,
τα δικά της τα έκλεισε
εντός του.

Συνυπάρχει με φλόγα και στάχτη
καίγοντας σε ταξίδια Χρονικά,
ώστε να αναπνέει η νύχτα
επάρκεια, στο βάθος των λογισμών.

Στο ακρωτήρι με το φάρο
περιδιαβαίνει η μικρή ορφάνια του,
στο πέλαγος διαθλάται αποπλανημένη
από τους καθρέφτες των κυμάτων
και προσπορίζει αλισάχνη
στα επιβατηγά πλοία με τα δρομολόγια της ειμαρμένης.

Το ανήκουστο τοπίο τον κατατρώει
σε αλλεπάλληλες εκπυρσοκροτήσεις του νοήματος
κι η λύτρωση συνδράμει  
με συνενοχές ανορθόγραφων στιγμών.

Όλα επιδιώκουν να ορίσουν
το μεταβλητό του στα σημαίνοντα - ασήμαντα
από τα περίχωρα της μνήμης,
ενώ από το ίδιο θνητό ρέον σώμα του
αναγεννιούνται και πληθύνονται.
Ιδού πως στέργουν οι αύτανδρες
ημέρες να τον εντάξουν στη λήθη τους ωσάν τσαλακωμένα χαρτιά στα ρείθρα.

Τι περιμένει τώρα;
Τι τον δένει με την εξώπορτα;
Την κρατά σφιχτά
κι ο φίλος του ο βοριάς παλεύει χρόνια
ν' αρπάξει το πέταγμά του.
Ποτέ δεν έδειξε  πόσο ζυγίζει
η περπατησιά του πάνω στα συντρίμμια της μνήμης,
μήτε η ακόρεστη δίψα του, που
όλο  στραγγίζει υγρασία
από τους τοίχους της λησμονιάς, και δεν σταματά
να διαβρώνει ακόμα και τα βήματα, στους θερινούς μήνες.

Ξεσκεπάζαμε το δωμάτιο
και ξεπορτίζαμε στου ονείρου το φάτνωμα,
ψάχνοντας το δώμα της ελπίδας μαζί του.

"Κράτησε μου ένα χαμόγελο
και δώσε μου το όταν πεινάσω,
η θάλασσα σκούριασε ακόμα
και το γέλιο μου" δε με άκουσε.

Όλα τα παίρνει
όλα τα θέλει δικά του.
Σ΄ επίπλαστη συγκυρία ωρών
χρεώνει συνήθως ότι θέλει
στις άμαθες ζωές.
Τι δικαιοσύνη κι αυτή
Ραδάμανθυ!
Με κούρασαν οι πολυσύχναστες μέρες,
καμιά άλλη ιδέα έχεις γι απόψε;
" Όχι" μου είπε,
 ε τότε ας κοιμηθούμε στις αποστάσεις μας.
Μακάριοι οι απόκληροι
όπως  υπομένουν θητείες βίων,
το έλλειμμα το πληρώνει
το ανατέλλον όνειρο του συμβιβασμού
που το εμπεδώνει καθ΄εκάστην, η βραδινή ώρα της απόγνωσης.

Τα χωρικά μου ύδατα μέσα σε λιμανάκι
κι αυτά αν έχει πρόσφορο καιρό.
Δραπετεύουμε από κάπου
και ώσπου να το καταλάβουμε,
ο βρυχηθμός του συλλογισμού μας
προσκρούει οπουδήποτε
και μας ταξιδεύει με προνόμιο θηράματος
χωρίς διαπραγμάτευση στο στόμα του.

Κάπου-κάπου συλλαβίζω τ' όνειρο
και τότε είναι που προφέρω το όνομα μου
χαμηλόφωνα μήπως κι ακούσω
τον αποδέκτη του. Σιωπή.
Η αντίφασή του με εμπλέκει
όσο ανηφορίζω ασύμμετρα σε ήχους
των χρωμάτων του, όπως και σ΄ ένα αντίρροπο παρόν,
ενώ μ' ένα ιλιγγιώδη εαυτό κρατιέμαι, ανυπεράσπιστο πλάι του,
με αδιόρατη συναρμογή μαζί του,
εποφθαλμιώντας το νησί της Ουτοπίας του.
Υπάρχει άραγε;
Ύστερα το ίδιο σκηνικό,
κατάθεση ανταπόκρισης στο τίποτα.

Θεέ του ασυνείδητου να ΄ρθεις
στο θάμπωμα του λόγου,
να σφυρίξεις έστω ως συμπάσχων το έλεος. Ξέρεις εσύ.

Πέρασα το λαβύρινθο που με πρόσταξες
και έσφαξα το βρέφος του Μινώταυρου
όταν ο Θησέας άσκεφτα το άφησε να ζήσει.
Τώρα μ΄ ένα κέλυφος αυτογνωσίας απόμεινα.
Ανυψώνομαι στο έρεβός σου
μέχρι να συναντήσω το στατικό φως αναγεννημένος.
Δεν έχει ίσκιο το κίτρινο δέντρο του βίου μου,
μόνο μια αντιπαροχή χρόνου
ως την άλλη άνοιξη
ως τον άλλο θάνατο.

Ανεξήγητος έρχεται,
τον ονειρεύτηκαν στα βάθη τους
η επιφάνεια κι ο δρόμος.
Παφλάζει εκμυστηρευτικά
και περικλείεται με γρίφους ως άμετρος κλειδοκράτορας του χωροχρόνου,
τα κύματά του της ψυχής μου οι αναταράξεις,
που με κατευθύνουν στους φεγγίτες του
με σπασμένα ερωτότροπα μαχαίρια.

Πεινάσαμε στις εκβολές του μαζεύοντας λάσπη ελπίδας,
η άηχη φωνή του στο λιοπύρι σωρεύει
τα πήλινα χρόνια μας.
Τον ψάχνω στην έρημο του βέβηλου και,
στις άδειες φιάλες αναψυκτικών ωρών
μήπως κι εμφανιστεί από δίψα εγκόσμια και με συνεπάρει.
Μετανάστευσα
στο αδιάβατο βουνό του ως σώμα αντικατοπτρισμών.
Τον μύρωσα με αναμνήσεις ώστε να στοιχειώνει
σε αφετηρίες ονείρων απροσδόκητες, 
και στο φέγγος των υποσχέσεων.

Ωσάν άκριτο πρόσωπο λικνίζεται με σαπφειρένια μάτια, 
στις παρυφές της οφθαλμαπάτης, αφήνοντας πίσω του
 σφυρήλατα σημάδια,
από σμάλτο και φώσφορο ως νικηφόρα τρόπαια.

Με το θυμίαμα της λήθης του
αναπνέει το ιερό ακρογιάλι των ναυαγισμένων.
Δωρίζει θρόνους αμνών
σε  όχλο από υποτακτικούς μαντατοφόρους.
Τα βήματά του συνδράμουν τη νοσταλγία
τρέχοντας πάνω στα εκμαγεία της άμμου.
Με την αφθονία της δίψας μου για ζωή
επέκτεινε το δρόμο του, ώσπου μ΄ έφερε ως εδώ, αμάθευτο της ζήσης.

Με της ήβης το κλωνάρι
θέλησα να απλωθώ στο πέλαγος
κι έριξα άγκυρα
αιώνες πριν στον απόρθητο τόπο του.
Ξεστράτισα σε θεάσεις αμμόλοφων
που σκορπούσαν εικασίες ζωής.
Οι αναφορές του μ' επιμετρούν
σε παράλληλους βίους, άγραφους.
Τόσα τεκμήρια αύτανδρων ημερών
προσπερνούν οι θαμώνες αέρηδες των κυμάτων,
όταν η επίκτητη ορφάνια μου γίνεται λεία της ταπεινότητας.

Στείρες διαδρομές
βγάζουν στο σφυρί οι νοτιάδες με τα χαμολούλουδα.
Πίσω από τις ερημίες των ωρών του,
συνοψίζεται το τοπίο με τα βιαστικά περάσματα των γλάρων εκ της απουσίας του.
Το άκουσμα της σιωπής του πικρό κι ανήλεο,
συνουσιάζεται λαίμαργα με τους απρόσιτους τόπους των εξαγγελιών του.
Νίβονται με φλόγες οι ακροατές συν εαυτοί μου,
καθώς τα νοτισμένα ένστικτά του ξεπαγιάζουν το σώμα μου.

Τ' αμμολούλουδα αναλαμβάνουν το χρέος μαζί του
να σχηματίσουν μαιάνδρους του απάτητου έρωτα
με το στεφάνι του μαρτυρίου από τους αγάπανθους,
επαναφέροντας τους δρόμους της υπόστασής του
σε δρόμους της ονειροπόλησης.
Αυτεξούσιος ποταμός ο χρόνος σου Χρόνε μου
μετρά τον αυλόγυρο της λησμονιάς που με περικλείει.
Παραδίπλα της υπομονής σταθμός μεταναστευτικός με προσκαλεί
όπου επιβιβάζονται οι άπραγες επιθυμίες μου,
εκεί σε διεκδικούν τα βράδια
οι ηλεκτρισμένοι πολίτες των ωραρίων της διαπάλης.

Τα ιδανικά αγκαζέ με το άδικο μεταμφιέζονται
σε συνεντεύξεις του εφήμερου.
Η περίσκεψη σε κατ΄ οίκον περιορισμό
βραχυκυκλώνει όσο την εντοπίζουν
τα μηνύματα της συνθηκολόγησης.
Το πρωθύστερο της επιστροφής του
δειλά-δειλά επελαύνει, εξατμίζοντας
την ασβεστωμένη μέρα
από τους νερόλακκους των αντικατοπτρισμών του.

Η κατάμεστη ανηφόρα ασθμαίνει από τους άπραγους διαβάτες
όπως καταγράφουν κάθε τόσο σημάδια
 προσωπικών κατεδαφίσεων.
Σα να μας ακούνε τα ίχνη των βημάτων μας κι εξεγείρονται, πισωγυρίζοντας τη μέρα.
Σε μια χούφτα λάσπη φυτέψαμε το ανέλπιστο,
εκεί  μεγάλωνε το δέντρο της αγάπης
κι έγινε ανθεκτικότερο από την καταιγίδα.

Η νύχτα ευδοκιμεί κοντά του,
η εξορία φτωχαίνει όταν δεν επιστρέφει.

Τίναξα τη ζύμη του πρωτόπλαστου καιρού από τα χέρια μου
στο άνοιγμα του δρόμου, και
τα νυχτοπούλια πρόσμεναν το μερτικό τους
 - η σύμβαση με την αγρύπνια προυποθέτει
την πληρωμή των διοδίων της.

Ριπίζει τους δρόμους
σα  να ξορκίζει το κακό
με μάτια εκστρατείας.
"Να βρεις ένα σκοπό να συντελέσεις "
Μου είπε, ποιος τον άκουσε άραγε.
Η χνωτισμένη λαδομπογιά του τοίχου
σχημάτιζε τ΄αμίλητα χρόνια,
τώρα πια μ΄ έχουν διαγράψει από τις σελίδες τους.

Ξενυχτούσα  χαράζοντας θάλασσες με τους συλλογισμούς
διασχίζοντας το γείσωμα του κόσμου
αποζητώντας την γαλήνη.

Σε σπάταλο δρομολόγιο,
διαβαίνει η εσώτερη πληρότητα
δίχως αντίτιμο συμμετοχής.
Έμαθα από παιδί να κλέβω τη ζωή
και η ποινή μου ήτανε θαρρώ να μ' εξορίσει μέσα της.

Οι Σειληνοί της νύχτας
χτίζουν το περιστύλιο, απόρθητο της  επίγνωσης.
Αθέατοι σ΄ ένα καραβάκι από σπίρτα
που χρόνια τώρα έχει αράξει
στην επιτραπέζια περιπλάνηση του δωματίου
έτοιμο να πυρποληθεί με το επίπλαστο της μέρας τού Χρόνου άχρονου.
Κάθε τόσο ξεφορτώνει αποτσίγαρα βράδια
και σε αχαρτογράφητους τόπους αναχωρεί.
Μην αποσύρεις ποτέ
την ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα
της επαφής μας,
από τις φλέβες τις σκουριάς, μου είπε, θα επιστρέφω ξανά και ξανά μέχρι το τέλος.

Με την κόκκινη σκόνη του λίβα
λασπώνω τα βήματα των αναμνήσεων,
ώστε να βρίσκει τα σημάδια ο γυρισμός σου Χρόνε μου.
Στο τέμενός σου επιβαίνω
ως  μικρή συνδρομή σ΄ εκείνο που σπάταλα ξόδεψα.
Είμαι σε επίτοκο έννοια συντελεσμένος,
μια σύνοψη εκπρόθεσμη που τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Γι΄ αυτό χτίσε μου ένα σημάδι
πως κάποτε υπήρξα έστω υπεράριθμος στη συμβατή μέρα σου.
Άσε τον άνεμο να με καταγράψει
σε πετροκοπιού θραύσματα,
μήπως κι ευοδώσουν όλα ετούτα με τα οποία
επέζησα.

Με άσπιλα ξίφη έψαχνα τις εμπόλεμες φωνές
πριν το άδικο διψάσει.
Μυροβόλα τα βράδια σου στο λίκνο της απουσίας σου,
που διαβατός όσο και αν πίστευα δεν είσαι.

Σε ποιας χαραυγής σελίδα να σε καταγράψω,
επίκτητη απουσία μου.
Ένας κρότος απόμεινε
και σ΄ αυτόν να ελπίζουμε στο βαθύ μας ύπνο,
ωσάν ποταμόπλοιου σφύριγμα στο μεγάλο ταξίδι.
Θα σε ανταμώσω εκεί
όπου  τα κύματα καταγράφουν
τους λογαριασμούς της θάλασσας με τις ναυαγισμένες μέρες.

Έρχεται με κείνο το παλίμψηστο αποτύπωμα στο μέτωπο,
ο ήλιος τον επιμετρά
με λαξεμένες διαδρομές.
Ήταν μικρό το ταξίδι μας στα ουράνια της αναψυχής,
έφτανε μόνο να δίνει λίγη προθεσμία ακόμα στ΄ όνειρο.
Φεύγει περιβεβλημένος με οικόσημο ενιαυτό,
πως είναι να πορεύεται έξω καιρού
χωρίς  να επαληθεύει την αντίμαχη εικόνα του.
Απλώνει σιγά-σιγά κι αμίλητα το πεπρωμένο
περιβεβλημένος αυταρέσκεια.

Οδεύουμε στο μέγα θαύμα,
ποτέ όμως
δεν ξεχείλισε σε πλημμυρίδα της ψυχής
για να μας πνίξει.
Τόσες επιδρομές ευφορίας
και μονάχα η σκόνη απόμεινε,
να κατακάθεται στα φύλλα του ίσκιου
ώστε να θυμίζει τ' αχνάρια της,
μέχρι η βροχή να τα προσπορίσει ξανά και ξανά
στις αναφορές του άναρθρου Λόγου της.

Ίσως κάποιος άλλος ηλιοδίφης
θα ανακοινώσει τα βήματά σου, σε επιτύμβιες, αλόγιστες αναφορές.
Από πρωτάνθιστο καρπό της πλάνης
πίνει χυμό το άγραφο, ως συνοδοιπόρος, 
αναιρώντας τη δύσβατη επαφή μαζί του.
Και να λογίζεσαι μου είπε:
πηλοπλάστης είσαι σε κτίσμα μεταβατικό
αφουγκράζεσαι άραγε το φως που σε υπομένει;
"Ποιος ρώτησε;"

Χάθηκε στον αέρα.
Και είδαν τα μάτια της εσπέρας:
λευκές φάλαινες να ίπτανται με ασημένια φτερά
και με πόδια λιονταριού να γραμπώνουν τον ήλιο
σε  μια αέρινη συνύπαρξη
από πετροτριλίδες, γλαρόνια, κοκκινοσκέληδες
χαλκόκοτες και χελιδόνια.
Τα γείσα τ' ουρανού σχημάτιζαν:
κορμοράνοι, καλαμόκιρκοι, φοινικόπτερα, πελεκάνοι, κύκνοι
κι αλλόκοτες διασταυρώσεις πουλιών
με ταξιανθίες αστραπών.

Όλβιες φωτεινότητες
με χιτώνες πολύχρωμων ανέμων
τρεμόπαιζαν σε δίνη αυτόφυτων αντικατοπτρισμών.
Το παλίντροπο του ονείρου
στοίχειωνε τον ουρανό,
με  καταιγίδα μετεωρισμών
ωσάν ψηφιδωτό που ανασχημάτιζε το τυχαίο.

Φτερωτοί ελέφαντες
συνοδοιπορούσαν με αναβάτες κατάλευκους αετούς,
αρματωμένους με ασπίδες αλεξικέραυνες,
κρατώντας κηρύκεια στο ράμφος τους
με ολολύζοντα διαμαντένια φίδια
καθώς πετούσαν πάνω από σύννεφα  ηλεκτροφόρα.
Σκυλιά με πύρινες γλώσσες
αλυχτούσαν ωσάν τελώνια που
τ' ανέθρεψε η Περσεφόνη στο περιστύλιο του Άδη.
Ρήγματα ουρανού κατρακυλούσαν
και χύνονταν  παράλληλα του εδάφους
ωσάν θάλασσα σε αντίβαρη φορά.

Το κελάηδισμα των πουλιών
ως σύμμαχοι αγγελιοφόροι, ψυχοπομποί
διέκοψαν την ύβρη της επουράνιας ιχνηλασίας μου
αναστέλλοντας με τις φωνές τους
τις ακρώρειες αλληγορίες του τοπίου.

Τράβηξε το φως, το πένθος του βίου μου 
να το αποσπάσει από επάνω μου
κι έσυρε ολόκληρη την ύπαρξη μου, Χρόνε Άχρονε.
    •  

Δεν υπάρχουν σχόλια: