Εγώ σαν έλεγες εγώ
τον κόσμο αυτόν θ’ αλλάξω
και ψήλωνες σαν το θεριό
κι η πόρτα σε προσκυνούσε
και ο καθρέφτης θάμπωνε
από την τόση ομορφάδα
το μαύρο φόντο, κι είδες
Με της ψυχής τα μάτια
το φάσμα σου ωσάν δεντρί που λύγισε
στη σκόνη του αγέρα, και στα αόρατα
συρματοπλέγματα των τυράννων σου
–δυνάστες των λαών, εγνωσμένης αταξίας –
που τείχη έγιναν μα δεν τα θωρείς
Και στην κάθε μέρα μια γραμμή τραβάς
που επάνω της χαράζεις, το ίδιο μέτρημα
μ' κείνο του κατάδικου
Που θανάτωσε τη μοίρα του
πριν της ζητήσει το λόγο
Και αποφθέγματα να τρων κι οι όρνιθες
και τα πετεινάρια της πλάσης όλης
με τραγουδάκια κυκλοθυμικά
Αντίλαλοι της νύχτας, και με ποιήματα
εσωστρεφή, σεσημασμένης ενδοψίας
να προσφωνούν τα πάθη και των
ταξιδευτών την οδύσσεια σε νυχτερινά
ωράρια στης λησμονιάς την πλώρη
και στα κλωνάρια της καρδιάς
πουλί πια δεν κελαηδάει
Και πέσαν τα φτερά σου
όπως φτερουγούν στα χώματα,
κι άμαθη σηκώνουν λύπηση
με την αμαρτύρητη την καταχνιά
στους ώμους σου φορτίο
Ποια λύτρωση εγκόσμια, δρόμο,
θα βρεις να δραπετεύσεις
που στα κατάβαθα του νου
νόηση δεν υπάρχει
Όταν ο Χρόνος σε περιγελά
και της αθανασίας η σύμβαση
μόνο στα όρη σε βουνά και
σε πελάγη αναγράφεται
Μα σαν το θέλεις πάλι την καλημέρα σου
να λες σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο
μπας κι ο Θεός σε λυπηθεί και σε κάνει
να ξεκαρδιστείς στα γέλια
Αφού σου τάξει τον παράδεισο
πριν το ατελεύτητο ταξίδι το “Μεγάλο”
όταν της ζωής το ταξίδι κάποτε θα τελειώσει.
τον κόσμο αυτόν θ’ αλλάξω
και ψήλωνες σαν το θεριό
κι η πόρτα σε προσκυνούσε
και ο καθρέφτης θάμπωνε
από την τόση ομορφάδα
Κάπου στου δρόμου τα μισά
τα πέλματά σου κάρφωσαν στης γηςτο μαύρο φόντο, κι είδες
Με της ψυχής τα μάτια
το φάσμα σου ωσάν δεντρί που λύγισε
στη σκόνη του αγέρα, και στα αόρατα
συρματοπλέγματα των τυράννων σου
–δυνάστες των λαών, εγνωσμένης αταξίας –
Γράφεις λέξεις στης οθόνης το παραπέτασμα
και στιχάκια στους τοίχους που σε κύκλωσανπου τείχη έγιναν μα δεν τα θωρείς
Και στην κάθε μέρα μια γραμμή τραβάς
που επάνω της χαράζεις, το ίδιο μέτρημα
μ' κείνο του κατάδικου
Που θανάτωσε τη μοίρα του
πριν της ζητήσει το λόγο
Και αποφθέγματα να τρων κι οι όρνιθες
και τα πετεινάρια της πλάσης όλης
με τραγουδάκια κυκλοθυμικά
Αντίλαλοι της νύχτας, και με ποιήματα
εσωστρεφή, σεσημασμένης ενδοψίας
να προσφωνούν τα πάθη και των
ταξιδευτών την οδύσσεια σε νυχτερινά
ωράρια στης λησμονιάς την πλώρη
Το μπόι σου για δες σε ξέχασε
καθώς η σκιά σου γιγάντωσεκαι στα κλωνάρια της καρδιάς
πουλί πια δεν κελαηδάει
Και πέσαν τα φτερά σου
όπως φτερουγούν στα χώματα,
κι άμαθη σηκώνουν λύπηση
με την αμαρτύρητη την καταχνιά
στους ώμους σου φορτίο
Ποια λύτρωση εγκόσμια, δρόμο,
θα βρεις να δραπετεύσεις
που στα κατάβαθα του νου
νόηση δεν υπάρχει
Όταν ο Χρόνος σε περιγελά
και της αθανασίας η σύμβαση
μόνο στα όρη σε βουνά και
σε πελάγη αναγράφεται
Μα σαν το θέλεις πάλι την καλημέρα σου
να λες σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο
μπας κι ο Θεός σε λυπηθεί και σε κάνει
να ξεκαρδιστείς στα γέλια
Αφού σου τάξει τον παράδεισο
πριν το ατελεύτητο ταξίδι το “Μεγάλο”
όταν της ζωής το ταξίδι κάποτε θα τελειώσει.
1 σχόλιο:
Φίλε Μαρίνο,
απαντώ ταπεινά στο διαπεραστικό σου ποίημα με κάτι απλοϊκό δικό μου - είναι αλήθεια ότι ξεκίνησε στο μυαλό μου σα μελωδία - το οποίο, αν επιτρέπεις, σαν Άνθρωπο του λόγου και της μούσικής, σου αφιερώνω. Είναι από επερχόμενη συλλογή.
Επίσκεψη
Γεια σου και πάλι
Φίλε απ’ τα παλιά
Και καλωσήρθες
Στο βρεγμένο μου το σπίτι
Γεια σου και πάλι
Φίλε απ’ τα παλιά
Και καλωσήρθες
Στο έρημο μου σπίτι
Κάθησε εδώ
Να ξαποστάσεις μια σταλιά
Πριν ξαναφύγεις
Έρημο σπουργίτι
Δε ‘ναι σαν το ‘θελα
Θα σου βγάλω μια ελιά
Και κρασί να πιείς ένα ποτήρι
Αν μου κάνεις τούτο το χατίρι
Ήμουνα μόνος το ξερες καλά
Μόνος μαζί σου
Με το άδειο το ποτήρι
Μα είναι και πάλι
Είν’ όλα μια χαρά
Δεν βλέπω τα μάτια μου
Άλλο τώρα πια
Στου καθρέφτη το φέγγος
Και της παλιάς Σελήνης
Για αυτό καλωσήρθες
Φίλε απ’ τα παλιά
Στην τρύπια εδώ στην τρύπια μου καρδιά
Και στο έρημό μου το έρημο το σπίτι
Μια φωνή να την βγάλω ξαφνικά
Στον κόσμο τραγούδησ’ την
Φίλε μου αλήτη
Δεν έχω άλλο να σου δώσω τώρα πια
Μόν’ την αγάπη αυτή
Και το παλιό μου σπίτι
Μίλα στους ξένους μίλα τους καλά
Έλα και πάρε πάρε με μακριά
Απ’ το καλό το καλό μας τούτο σπίτι
Είναι υπόθεση
Τώρα μακρινή
Mα είναι κι υπόσχεση
Που πρέπει να κρατήσεις
14.2.13
Γιάννης Δεληολάνης
Δημοσίευση σχολίου