στους
γονείς μου Εμμανουήλ και Καλλιόπη
(Νέα Αλικαρνασσός Ηρακλείου Κρήτης)
(Νέα Αλικαρνασσός Ηρακλείου Κρήτης)
Copyright © 2000-2009 Fred E.
Salmon, Jr.
Mother and Child Study Oil on Board
Την πέτρα των καθαρμών - τη μαλλιαρή - ανασύραμε
με τ’ ανθισμένα φύκια , στων μαιάνδρων τα χωρικά ύδατα.
Μικρούλες ολόλευκες μαργαρίτες του βυθού –ακριβοθώρητες.
Μέρα της Αναλήψεως κι έσερνε το κύμα το χορό σε απρόσμενα ταξίδια.
«Οι γνωστικοί σήμερα ξορκίζουν τα κακά πνεύματα
στα σαράντα κύματα
ώστε να καταποντισθούν στα βάθη της θάλασσας»
χρησμολογούσε η Πολυξένη καθώς σταυροκοπιόταν.
Στην άκρη της αμμουδιάς στα βράχια
σκούριαζε το ναυάγιο κάποιου πλοίου
που στ’ αμπάρια του κουβαλούσε ξυλεία από τη Νορβηγία.
Με κύματα θεόρατα από πίσσα και συντρίμμια, σώρευε
σανίδες οξιάς στα βότσαλα η θαλασσοταραχή.
Είχε περάσει την πύλη του ιερού υφάλου
μια νύχτα με πανσέληνο.
Οι χαροκαμένες μάνες σκορπούσαν κομμάτια
από αντίδωρο στη μισοβυθισμένη πρύμνη
του βαποριού,
κι ύστερα ανάδευαν με τα δάχτυλά τους στα χαράκια
το θαλασσινό νερό στις λακκούβες, στάζοντας προηγουμένως αγιασμό,
για να βρουν αναπαμό οι ψυχές των αδικοχαμένων ναυτικών.
Οι γλάροι με το αλλοπρόσαλλο πέταγμά τους
θρηνούσαν συμμετέχοντας στον οδυρμό.
Μετά από χρόνια
τα παιδαρέλια του αβάφτιστου πόθου
έριχναν από τα σάπιο σκαρί του, μακροβούτια, όπως
κι από το κάθετο βράχο στα γκρεμνά της ακτογραμμής,
δοξολογώντας το βυθό όπως καταδύονταν, και με ανοιχτά μάτια
ανακάλυπταν της ήβης την πατριδογνωσία.
Στην κρυψώνα της ενάλιας σπηλιάς,
τα πολύχρωμα βαρκάκια στο φανελάκι
της Αλκμήνης
έδιναν καταφύγιο στ’ όνειρο.
Ο ηλίανθος μ' άκουγε εκστατικός
όπως πορευόμουν στο περιστύλιο των άστρων
εκλιπαρώντας τα μελλούμενα και,
το άγνωστο σιμά να ημερέψουν το δρόμο μου.
Ο αμάραντος έως τον αμαξωτό μέσα από το χωματόδρομο
έδινε την πνοή
της φωτερής επανάληψης των διαδρομών μου, μαζί
με τ’ άνθη της μολόχας, συμπράττοντας στο ταξίδι της καρδιάς όπως και,
η ίριδα το λουλούδι της ζωής και του θανάτου, και
το άγριο τριαντάφυλλο, το ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Το δίκταμο του Μίνωα στο πρωινό του ξύπνημα,
με τη μέθη του θαλασσοκράτορα επέδραμε από τα όρη της μέρας.
Η Λουΐζα ιέρεια του πόθου στο απαγορευμένο σπίτι της πλαγιάς
και της λύτρωσης,
μαζί με το δενδρολίβανο προέτρεπαν της σάρκας το αντάμωμα
μες τα ριζά της λάβας.
Τα χαμομήλια διέδιδαν στο διάβα της μέρας πως, όταν πενθούν τα κορμιά
πενθεί όλος ο κόσμος κι είναι τα βράδια έρημα κι η γης μες στο σκοτάδι.
Όταν ο νοτιάς μέρες πολλές κρατούσε, τα φασκόμηλα προσφέρονταν
να το συνδράμουν στις πλαγιές του βουνού,
πνοή να δώσουν στους πόθους, για να ριγεί το σύννεφο
και το γεράκι να’χει τόπο,
και το πουλάκι στα χαμολούλουδα να βρει
φωλιά να χτίσει.
Έχανα το βλέμμα μου ενώ θωρούσα, ονειροπολώντας
το σώμα μου να πυρπολείται στο πέλαγος
από τοξοβόλο με βέλος φωτιάς,
σε σχεδία με κλαδιά του πλάτανου
από το ποτάμι του Καρτερού – ήταν τότε που αρνήθηκα του
θεού την παντοδυναμία, όταν τ’ άνθη του γιασεμιού και του αγιοκλήματος,
ακινητούσαν του θέρους το εωθινό κάλεσμα.
Το καράβι έσπαγε την περίμετρο στο νησί του Δία τη Ντία
στο πέρασμά του, και τα κρινάκια της άμμου
–θαλάσσιοι ασφόδελοι– Pancratium maritimum –
απόθεταν στη λιτανεία του ανέμου
μυρωδικά βράδια, αποστερώντας της θλίψης
την αναρρίχηση στους αναχωρητές του κόσμου
όπως τους μετέφεραν τα πυροφάνια στην έξοδο του λιμανιού.
Ιδού ο ποιμένας έρχεται εν τω μέσω της θαλάσσης,
ασκεπής δίχως τη μαντήλα της ερήμου– άνθρωπος εν πλω του σύννεφου.
Κι αίφνης το σπίτι μου από τη θέα του παράθυρου στη σάλα, τον προϋπαντούσε
στο μόλο
με μια στιγμιαία θλίψη,
πάνω στα κυματόφραχτα παρένθετα του βίων.
Η μάνα μου έραινε με ροδοπέταλα το πλατύσκαλο
της εξώπορτας με το ’να χέρι και με το άλλο
θυμιάτιζε τον επερχόμενο κριτή των ημερών της αργίας.
Η μπιγκόνια ερυθριούσε και το αγιόκλημα εκστασιαζόταν,
ενώ εκείνος γνέφοντάς μου απολάμβανε μια ρουφηξιά
από το τσιγάρο μου, συνωμοτώντας μαζί μου,
με όψη ροκ σταρ στο γύρισμα της σκάλας.
Βόλτα τις αμαρτίες βγάζαμε με φωτοστέφανα τα βράδια
και ’κείνος μειδιούσε με τις άκακες ανομίες μας.
Όρθρος θαλασσινός λάμνοντας
από το παραθύρι του πελάγους, εισέβαλε κάθε πρωινό, συναρπάζοντας
το μεγάλο δωμάτιο με τα μανταρίνια στη γυάλα και τα γλυκίσματα για τους μουσαφιραίους .
Ξεκλείδωνε τη μυρωδιά από το κυδώνι στο βάζο
καθώς μονολογούσε με φθόγγους της αλισάχνης στ' άμαθα βράδια μας.
Η χιώτικη μαστίχα με τη γλώσσα των Χερουβείμ βυθισμένη στο ποτήρι,
κλήτευε σε άλαλη στιγμή, την ευανάγνωστη
απόλαυση και περισυλλογή των προσκεκλημένων.
Τη ζωή με νεροπίστολα την είχαμε κερδίσει.
Στα χνώτα ο πολυέλαιος τ’ ουρανού έσταζε αφθονία
κι ένας απαγορευμένος κήπος ήταν
της καρδιάς ο χτύπος για τους σεσημασμένους
του ερωτόκριτου καιρού.
Σαρώναμε ασύστολα τους πόθους με βλέμματα εκστρατείας
και τα σεντόνια μας γίνονταν
πανιά στο κορμί της νυχτερινής πελαγίσιας περιπλάνησης.
Στο νησί της φαντασίας με τους λωτούς της νιότης ανταλλάσσαμε
τα φύλλα πορείας της καρδιάς μας με τ' όνειρο,
και ωσάν ταξιδευτές
στα υψίπεδα του φωτός ερμηνεύαμε τα νεοφερμένα σκιρτήματα της σάρκας.
Ο Πειραιάς ήταν
ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας που όμως αργούσε
να πραγματοποιηθεί γιατί στο πλοίο Αγγέλικα
άλλοι είχαν προτεραιότητα,
κι εμείς στην προκυμαία εκτίαμε την ποινή της αναμονής.
Τα κατευόδια και τους προορισμούς με χέρια κατάρτια
τ’ αφήναμε στον άνεμο καθώς,
τον ήλιο τρέχαμε άμαθοι να προλάβουμε
πριν δύσει στο δρόμο μας.
«Σηκωθείτε! θα μας βρει το μεσημέρι»
φώναζε ο κυρ Μανώλης,
«γεμίστε τα κοφίνια με σταφύλια, όλοι είσαστε πίσω ποδάρι,
οι απλώστρες να φέρουν τα ρολά του χαρτιού στον οψιγιά, φώναζε».
Έβλεπες τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς, να χαρακώνουν το πρόσωπό του.
Με ενδόμυχες ικεσίες παρακαλούσε τον Άχραντο – το Μαρξ –
Η σοδειά φέτος να είναι καλύτερη από την περσινή.
Καθώς αγνάντευε τον αμπελώνα με μάτια οιωνοσκόπου,
ήθελε μεγαλώνοντας να τρυγήσει
το μόχθο μιας ζωής και η φαμίλια του να ζήσει με αξιοπρέπεια. Η ειμαρμένη που του εδόθη
στη γέννα του είχε το σημάδι της λόγχης
των φρουρών της τυραννίας κι έσταζε νερό και αίμα
στις φυλακές της Νεάπολης.
Η κατηγορία που του απεδόθη ήταν: κομμουνιστής εν δράσει, επειδή συμμετείχε
στα συλλαλητήρια για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης,
από τους δυνάστες των λαών. Η αγωνιστικότητά του όμως
θέριευε και μέσα στο υγρό κελί του, που είχε δέκα πόντους νερό,
καθώς τον είχαν χωρίς παπούτσια σ’ ένα τσιμεντένιο κρεβάτι
δίχως στρωσίδια. Όταν μ' ένα σπίρτο
άναβε το τσιγάρο του –χύμα Santé– έστηνε παράσταση
με τα μάτια του αγώνα και της ψυχής, βλέποντας νοερά
τα βεγγαλικά της Ανάστασης και τα
φωταγωγημένα πλοία στο λιμάνι. Έτσι έμεινε ζωντανός
μέσα στην απομόνωση.
«Έχω γραδάρει την ποτάσα, η αλουσά είναι έτοιμη,
ο βουτηχτής που βολοδέρνει πάλι;» έλεγε.
Κάθε χρονιά στην πρώτη μέρα του τρύγου
έψαχνε τη νεροφίδα της στέρνας,
ήταν το στοιχειό και το γούρι του
μόνο εκείνον πλησίαζε.
Όταν κάποτε πέθανε χάθηκε κι αυτό
κι ο αμπελώνας ξεράθηκε.
Πριν είχαν δει ένα γυπαετό να εφορμά ακάθεκτος
απ’ τον ουρανό και στο ράμφος του σε λίγο
να κρατά το φίδι ωσάν τρόπαιο θανάτου.
Ευλογημένα ροζιασμένα χρόνια
με άρωμα από λεβάντα και θυμάρι.
Στην ποταμιά περπάτησα τα πρώτα σκιρτήματα των πόθων
με του γκιώνη τα ξαφνιάσματα στη νύχτα,
όταν τα έμβρυα όνειρα προετοίμαζαν
τον ιχνηλάτη χαρακτήρα μου για το μεγάλο ταξίδι της ζωής.
Η σκόνη από τα πλατάνια γεννούσε τα πρώτα
δάκρυα των ερώτων μου.
Η κόρη Ελευθερία
Ισάξια μέσα σε οχτώ άνδρες, δούλευε
στις περιουσίες της φαμίλιας και στη λάτρα του σπιτιού.
Αγοροκόριτσο και αδελφή ψυχή στα δύσκολα
είχε τον τρόπο της να ’ναι παρούσα
σ’ όλες τις κακοτυχίες που μας κτυπούσαν.
Του Αγίου Ιωάννη με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς
πήγαιναν στον κλήδονα για να μάθουν
ποιον θα παντρευτούν με χωρατά και
σε ποια θα πέσει ο κλήρος της πρώτης παντρειάς.
Ο Σταύρος ο υστερότοκος το στεροβύζι όπως τον έλεγε η μάνα,
προσδοκούσε το ρόλο του αρχηγού κι όλο συνέπραττε
στων μηχανών τη συντήρηση αποσπώντας
τα εύσημα του πατέρα.
Στα ερείπια της Αγίας Φωτεινής κάποτε επέπληξε
μια συλλειτουργό του –κοριτσάκι της γειτονιάς– σε ρόλους ψαλτάδων, που έχασε
το μέτρημα στο «Κύριε ελέησον » με στεντόρεια φωνή και μορφασμούς. Τότε
η φθαρμένη τοιχογραφία του ιερού έσταξε δάκρυ χαράς,
με τις αγνές παιδικές μας ψυχές.
Της Ιωνίας τα μοιρολόγια, της Κρήτης το λίβα
και τον ήχο της λύρας κουβαλάω μέσα μου.
Ποτέ δεν θα μάθω πιότερο τι αγαπάω.
Πόσες φορές όμως νιώθω σαν ένα βραχονήσι μεσοπέλαγα
χωρίς προορισμό,
σα φαροφύλακας των αέρηδων κι αμύρωτος του φωτός
όπως περιδιαβαίνω την Ουρανούπολη του σύμπαντος κόσμου.
Δόξα σοι θάλασσα δόξα σοι,
που ευσχήμων στα κύματά σου ακόμα πορεύομαι.
Την πέτρα των καθαρμών - τη μαλλιαρή - ανασύραμε
με τ’ ανθισμένα φύκια , στων μαιάνδρων τα χωρικά ύδατα.
Μικρούλες ολόλευκες μαργαρίτες του βυθού –ακριβοθώρητες.
Μέρα της Αναλήψεως κι έσερνε το κύμα το χορό σε απρόσμενα ταξίδια.
«Οι γνωστικοί σήμερα ξορκίζουν τα κακά πνεύματα
στα σαράντα κύματα
ώστε να καταποντισθούν στα βάθη της θάλασσας»
χρησμολογούσε η Πολυξένη καθώς σταυροκοπιόταν.
Στην άκρη της αμμουδιάς στα βράχια
σκούριαζε το ναυάγιο κάποιου πλοίου
που στ’ αμπάρια του κουβαλούσε ξυλεία από τη Νορβηγία.
Με κύματα θεόρατα από πίσσα και συντρίμμια, σώρευε
σανίδες οξιάς στα βότσαλα η θαλασσοταραχή.
Είχε περάσει την πύλη του ιερού υφάλου
μια νύχτα με πανσέληνο.
Οι χαροκαμένες μάνες σκορπούσαν κομμάτια
από αντίδωρο στη μισοβυθισμένη πρύμνη
του βαποριού,
κι ύστερα ανάδευαν με τα δάχτυλά τους στα χαράκια
το θαλασσινό νερό στις λακκούβες, στάζοντας προηγουμένως αγιασμό,
για να βρουν αναπαμό οι ψυχές των αδικοχαμένων ναυτικών.
Οι γλάροι με το αλλοπρόσαλλο πέταγμά τους
θρηνούσαν συμμετέχοντας στον οδυρμό.
Μετά από χρόνια
τα παιδαρέλια του αβάφτιστου πόθου
έριχναν από τα σάπιο σκαρί του, μακροβούτια, όπως
κι από το κάθετο βράχο στα γκρεμνά της ακτογραμμής,
δοξολογώντας το βυθό όπως καταδύονταν, και με ανοιχτά μάτια
ανακάλυπταν της ήβης την πατριδογνωσία.
Στην κρυψώνα της ενάλιας σπηλιάς,
τα πολύχρωμα βαρκάκια στο φανελάκι
της Αλκμήνης
έδιναν καταφύγιο στ’ όνειρο.
Ο ηλίανθος μ' άκουγε εκστατικός
όπως πορευόμουν στο περιστύλιο των άστρων
εκλιπαρώντας τα μελλούμενα και,
το άγνωστο σιμά να ημερέψουν το δρόμο μου.
Ο αμάραντος έως τον αμαξωτό μέσα από το χωματόδρομο
έδινε την πνοή
της φωτερής επανάληψης των διαδρομών μου, μαζί
με τ’ άνθη της μολόχας, συμπράττοντας στο ταξίδι της καρδιάς όπως και,
η ίριδα το λουλούδι της ζωής και του θανάτου, και
το άγριο τριαντάφυλλο, το ανεπίδεκτο μαθήσεως.
Το δίκταμο του Μίνωα στο πρωινό του ξύπνημα,
με τη μέθη του θαλασσοκράτορα επέδραμε από τα όρη της μέρας.
Η Λουΐζα ιέρεια του πόθου στο απαγορευμένο σπίτι της πλαγιάς
και της λύτρωσης,
μαζί με το δενδρολίβανο προέτρεπαν της σάρκας το αντάμωμα
μες τα ριζά της λάβας.
Τα χαμομήλια διέδιδαν στο διάβα της μέρας πως, όταν πενθούν τα κορμιά
πενθεί όλος ο κόσμος κι είναι τα βράδια έρημα κι η γης μες στο σκοτάδι.
Όταν ο νοτιάς μέρες πολλές κρατούσε, τα φασκόμηλα προσφέρονταν
να το συνδράμουν στις πλαγιές του βουνού,
πνοή να δώσουν στους πόθους, για να ριγεί το σύννεφο
και το γεράκι να’χει τόπο,
και το πουλάκι στα χαμολούλουδα να βρει
φωλιά να χτίσει.
Έχανα το βλέμμα μου ενώ θωρούσα, ονειροπολώντας
το σώμα μου να πυρπολείται στο πέλαγος
από τοξοβόλο με βέλος φωτιάς,
σε σχεδία με κλαδιά του πλάτανου
από το ποτάμι του Καρτερού – ήταν τότε που αρνήθηκα του
θεού την παντοδυναμία, όταν τ’ άνθη του γιασεμιού και του αγιοκλήματος,
ακινητούσαν του θέρους το εωθινό κάλεσμα.
Το καράβι έσπαγε την περίμετρο στο νησί του Δία τη Ντία
στο πέρασμά του, και τα κρινάκια της άμμου
–θαλάσσιοι ασφόδελοι– Pancratium maritimum –
απόθεταν στη λιτανεία του ανέμου
μυρωδικά βράδια, αποστερώντας της θλίψης
την αναρρίχηση στους αναχωρητές του κόσμου
όπως τους μετέφεραν τα πυροφάνια στην έξοδο του λιμανιού.
Ιδού ο ποιμένας έρχεται εν τω μέσω της θαλάσσης,
ασκεπής δίχως τη μαντήλα της ερήμου– άνθρωπος εν πλω του σύννεφου.
Κι αίφνης το σπίτι μου από τη θέα του παράθυρου στη σάλα, τον προϋπαντούσε
στο μόλο
με μια στιγμιαία θλίψη,
πάνω στα κυματόφραχτα παρένθετα του βίων.
Η μάνα μου έραινε με ροδοπέταλα το πλατύσκαλο
της εξώπορτας με το ’να χέρι και με το άλλο
θυμιάτιζε τον επερχόμενο κριτή των ημερών της αργίας.
Η μπιγκόνια ερυθριούσε και το αγιόκλημα εκστασιαζόταν,
ενώ εκείνος γνέφοντάς μου απολάμβανε μια ρουφηξιά
από το τσιγάρο μου, συνωμοτώντας μαζί μου,
με όψη ροκ σταρ στο γύρισμα της σκάλας.
Βόλτα τις αμαρτίες βγάζαμε με φωτοστέφανα τα βράδια
και ’κείνος μειδιούσε με τις άκακες ανομίες μας.
Όρθρος θαλασσινός λάμνοντας
από το παραθύρι του πελάγους, εισέβαλε κάθε πρωινό, συναρπάζοντας
το μεγάλο δωμάτιο με τα μανταρίνια στη γυάλα και τα γλυκίσματα για τους μουσαφιραίους .
Ξεκλείδωνε τη μυρωδιά από το κυδώνι στο βάζο
καθώς μονολογούσε με φθόγγους της αλισάχνης στ' άμαθα βράδια μας.
Η χιώτικη μαστίχα με τη γλώσσα των Χερουβείμ βυθισμένη στο ποτήρι,
κλήτευε σε άλαλη στιγμή, την ευανάγνωστη
απόλαυση και περισυλλογή των προσκεκλημένων.
Τη ζωή με νεροπίστολα την είχαμε κερδίσει.
Στα χνώτα ο πολυέλαιος τ’ ουρανού έσταζε αφθονία
κι ένας απαγορευμένος κήπος ήταν
της καρδιάς ο χτύπος για τους σεσημασμένους
του ερωτόκριτου καιρού.
Σαρώναμε ασύστολα τους πόθους με βλέμματα εκστρατείας
και τα σεντόνια μας γίνονταν
πανιά στο κορμί της νυχτερινής πελαγίσιας περιπλάνησης.
Στο νησί της φαντασίας με τους λωτούς της νιότης ανταλλάσσαμε
τα φύλλα πορείας της καρδιάς μας με τ' όνειρο,
και ωσάν ταξιδευτές
στα υψίπεδα του φωτός ερμηνεύαμε τα νεοφερμένα σκιρτήματα της σάρκας.
Ο Πειραιάς ήταν
ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας που όμως αργούσε
να πραγματοποιηθεί γιατί στο πλοίο Αγγέλικα
άλλοι είχαν προτεραιότητα,
κι εμείς στην προκυμαία εκτίαμε την ποινή της αναμονής.
Τα κατευόδια και τους προορισμούς με χέρια κατάρτια
τ’ αφήναμε στον άνεμο καθώς,
τον ήλιο τρέχαμε άμαθοι να προλάβουμε
πριν δύσει στο δρόμο μας.
«Σηκωθείτε! θα μας βρει το μεσημέρι»
φώναζε ο κυρ Μανώλης,
«γεμίστε τα κοφίνια με σταφύλια, όλοι είσαστε πίσω ποδάρι,
οι απλώστρες να φέρουν τα ρολά του χαρτιού στον οψιγιά, φώναζε».
Έβλεπες τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς, να χαρακώνουν το πρόσωπό του.
Με ενδόμυχες ικεσίες παρακαλούσε τον Άχραντο – το Μαρξ –
Η σοδειά φέτος να είναι καλύτερη από την περσινή.
Καθώς αγνάντευε τον αμπελώνα με μάτια οιωνοσκόπου,
ήθελε μεγαλώνοντας να τρυγήσει
το μόχθο μιας ζωής και η φαμίλια του να ζήσει με αξιοπρέπεια. Η ειμαρμένη που του εδόθη
στη γέννα του είχε το σημάδι της λόγχης
των φρουρών της τυραννίας κι έσταζε νερό και αίμα
στις φυλακές της Νεάπολης.
Η κατηγορία που του απεδόθη ήταν: κομμουνιστής εν δράσει, επειδή συμμετείχε
στα συλλαλητήρια για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης,
από τους δυνάστες των λαών. Η αγωνιστικότητά του όμως
θέριευε και μέσα στο υγρό κελί του, που είχε δέκα πόντους νερό,
καθώς τον είχαν χωρίς παπούτσια σ’ ένα τσιμεντένιο κρεβάτι
δίχως στρωσίδια. Όταν μ' ένα σπίρτο
άναβε το τσιγάρο του –χύμα Santé– έστηνε παράσταση
με τα μάτια του αγώνα και της ψυχής, βλέποντας νοερά
τα βεγγαλικά της Ανάστασης και τα
φωταγωγημένα πλοία στο λιμάνι. Έτσι έμεινε ζωντανός
μέσα στην απομόνωση.
«Έχω γραδάρει την ποτάσα, η αλουσά είναι έτοιμη,
ο βουτηχτής που βολοδέρνει πάλι;» έλεγε.
Κάθε χρονιά στην πρώτη μέρα του τρύγου
έψαχνε τη νεροφίδα της στέρνας,
ήταν το στοιχειό και το γούρι του
μόνο εκείνον πλησίαζε.
Όταν κάποτε πέθανε χάθηκε κι αυτό
κι ο αμπελώνας ξεράθηκε.
Πριν είχαν δει ένα γυπαετό να εφορμά ακάθεκτος
απ’ τον ουρανό και στο ράμφος του σε λίγο
να κρατά το φίδι ωσάν τρόπαιο θανάτου.
Ευλογημένα ροζιασμένα χρόνια
με άρωμα από λεβάντα και θυμάρι.
Στην ποταμιά περπάτησα τα πρώτα σκιρτήματα των πόθων
με του γκιώνη τα ξαφνιάσματα στη νύχτα,
όταν τα έμβρυα όνειρα προετοίμαζαν
τον ιχνηλάτη χαρακτήρα μου για το μεγάλο ταξίδι της ζωής.
Η σκόνη από τα πλατάνια γεννούσε τα πρώτα
δάκρυα των ερώτων μου.
Η κόρη Ελευθερία
Ισάξια μέσα σε οχτώ άνδρες, δούλευε
στις περιουσίες της φαμίλιας και στη λάτρα του σπιτιού.
Αγοροκόριτσο και αδελφή ψυχή στα δύσκολα
είχε τον τρόπο της να ’ναι παρούσα
σ’ όλες τις κακοτυχίες που μας κτυπούσαν.
Του Αγίου Ιωάννη με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς
πήγαιναν στον κλήδονα για να μάθουν
ποιον θα παντρευτούν με χωρατά και
σε ποια θα πέσει ο κλήρος της πρώτης παντρειάς.
Ο Σταύρος ο υστερότοκος το στεροβύζι όπως τον έλεγε η μάνα,
προσδοκούσε το ρόλο του αρχηγού κι όλο συνέπραττε
στων μηχανών τη συντήρηση αποσπώντας
τα εύσημα του πατέρα.
Στα ερείπια της Αγίας Φωτεινής κάποτε επέπληξε
μια συλλειτουργό του –κοριτσάκι της γειτονιάς– σε ρόλους ψαλτάδων, που έχασε
το μέτρημα στο «Κύριε ελέησον » με στεντόρεια φωνή και μορφασμούς. Τότε
η φθαρμένη τοιχογραφία του ιερού έσταξε δάκρυ χαράς,
με τις αγνές παιδικές μας ψυχές.
Της Ιωνίας τα μοιρολόγια, της Κρήτης το λίβα
και τον ήχο της λύρας κουβαλάω μέσα μου.
Ποτέ δεν θα μάθω πιότερο τι αγαπάω.
Πόσες φορές όμως νιώθω σαν ένα βραχονήσι μεσοπέλαγα
χωρίς προορισμό,
σα φαροφύλακας των αέρηδων κι αμύρωτος του φωτός
όπως περιδιαβαίνω την Ουρανούπολη του σύμπαντος κόσμου.
Δόξα σοι θάλασσα δόξα σοι,
που ευσχήμων στα κύματά σου ακόμα πορεύομαι.
2 σχόλια:
διαβασα και εθαυμασα... να σαι καλα !!!
Σευχαριστώ έστω και καθυστερημένα,άκόμα μαθαίνω τη νέα τεχνολογία της επικοινωνίας...
Δημοσίευση σχολίου