Αεικίνητος κι εντός του, φορούσε τον καιρό της θύελλας,
με μικρές απομιμήσεις θαυμάτων στα μάτια, όπως χανότανμε τα μαβιά λουλούδια στο βλέμμα,
μέσα στα μερόνυχτα της τρικυμίας του, με τους καπνισμένους τοίχους
και την υδατογραφία στη μεγάλη κάμαρα,
ωσάν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, να εξαγνίζει τη διαπάλη
της στιγμής, στο σύμμεικτο και ανάκατο κόσμο της σκέψης του.
Το πολύχρωμο γυαλί με τους κηροστάτες αντιφέγγιζε
τη θλίψη της ατμόσφαιρας, με την πρόζα απρόσκλητου συνδαιτυμόνα
με τεχνάσματα κατανόησης σε άγνωστη γλώσσα, απαστράπτουσα.
Η σκονισμένη πλάκα στο φωνογράφο είχε ν’ ακουστεί κάποια χρόνια,
ρεμβάζοντας στη σκόνη και θρέφοντας τους απόηχους
του δρόμου και τις οκνές σκιές, στο μισοσκόταδο της μεγάλης κάμαρας.
Ψηλαφούσε τα σκοτάδια περπατώντας στο ημίφως.
Το εκατόφυλλο ρόδο στο βάζο τού έγνεφε διψασμένο, συμφωνώντας
με τις ενδόμυχες σκέψεις του, ότι τα ποτάμια όλων των ζωών,
σμίγουν σ’ ένα, αλλά οι άνθρωποι το παραβλέπουν.
Μόνο τους αρμούς στο ταξίδι τους καλαφατίζουν στο ίδιο καρνάγιο
κάπου - κάπου, πιστεύοντας ότι θ’ ανακαλύψουν μετά, τη γη της επαγγελίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου