«...η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή σαν ένας πένθιμος βωμός
εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια –μία φωτιά που δεν ζεσταίνει, μόνο φωτίζει
αχνά...»
Απόσπασμα: «Επαληθεύοντας τη νύχτα», του Δημήτρη Αγγελή.
...
Το ταβάνι στο δωμάτιο φωτίζεται σαν οθόνη και το κρασί στο
ποτήρι έχει τρικυμία. Με ασπρόμαυρη κίνηση ακροάζεσαι στο
πανί του χρόνου και με συντεταγμένο βήμα έχεις όνομα, εκείνος, αυτός, ο άλλος
κι ο επόμενος – κι όλα εκείνα που σε
μάγεψαν, στο ίσως και στο αύριο σε φυλακίζουν – με το θειάφι του χρόνου. Όλα
θόρυβος κι αναμονή, φωτογραφία η στιγμή που βγήκε στο φως
και μετά μ’ ένα τριγμό στην απόσταση του χρόνου θα μακραίνει.
Δεν το ονόμασες το ταξίδι, δεν το ξέρεις, κύκλους ανοίγεις
και κλείνεις, η λησμονιά στέκεται περήφανα πλάι σου, – άφωνη και δεν το
συνηθίζει – εσύ την υπακούς, είναι η δικαιοσύνη επί του τέλους. Κάθε πόρτα έχει
και την πρόκα της καθώς κλείνει –τα εξαπτέρυγα καρφιά τα φυλάς στο προσκεφάλι
σου, είναι τα φυλακτά στον παραβάτη ύπνο σου. Η απουσία αμείλικτη όπως τη συναντάς στη βόλτα σου
ωσάν άγγελο σηματωρό, ζητώντας της φωτιά, ενώ εσύ γίνεσαι παρανάλωμα του πυρός,
γιατί έτσι έμαθες, ν ‘ αυτομολείς στον εχθρό σου –πυρομανής στον ίδιο σου τον
εαυτό.
Βλέπεις, χωρίς να κοιτάζεις στα χέρια της τα τριάκοντα αργύρια
και το σώμα της φωτισμένο καράβι, έτοιμο να σαλπάρει, με ανοιχτή ημερομηνία εισιτήρια.
Τρέχεις στην κουζίνα για να πάρεις το μαχαίρι, θέλεις να καρφώσεις το
χνάρι της κι όλο το αναβάλλεις, ενώ ξέρεις που κρύβεται και μέρα μεσημέρι.
Εσύ στου κόσμου τα μεσάνυχτα, έχεις τα μάτια σου στου τοίχου
τις σκιές, όπου οι κουρσάροι των ωρών, σε περιγελούν.
Μ’ ένα μονόλογο σύμπραξης σε νησί της ουτοπίας, η οδύσσειά σου
γεμίζει σελίδες αδιάβαστες. Κάποτε θα σε ιστορούν με το ψευδώνυμο "ο περαστικός",
στο γύρισμα ενός πλάνου μιας βάρβαρης επίθεσης στο χρόνο σου. Η δυστυχία είναι δώρο του Θεού-ακούς- για να μην αναλογίζεσαι το θάνατο. Εκλιπαρείς
ελπίζοντας να βρεις την είσοδο της ανώνυμης πόλης, ωσάν ικέτης στη γραφειοκρατία
των τυράννων σου. Το άγραφο χρέος σου, θα
εξοφλείται ούτως ή άλλως.
Η ενοχή κυβερνά υπόγεια τα πάντα, αυτή είναι το κρυφό κλειδί
της συμπεριφοράς σου. Στο βαθύ τραγέλαφο της μοναξιάς, η σιωπή είναι πιο κοντά σου από τον άνθρωπο, καθώς την εικόνα της, δεν αντέχεις στο πρωινό ξύπνημα. Δεν είναι εξομολόγηση αλλά ο αντίλαλος της απόγνωσης που σε
διαπερνά και απογυμνώνει το υποσυνείδητό σου.
Ο χρόνος σε προσκαλεί, στο αψηλάφητο του βίου σου, να δώσεις εσωτερική κίνηση και μορφή με λέξεις, που
θα επικοινωνούν με το πιο βαθύ σου είναι, άραγε το αντέχει ο συνήθης εαυτός
σου; Όταν ξέρεις ό, τι είσαι ένα καλειδοσκοπικό φασματικό είδωλο. Η γνώση
είναι πρακτική της εξουσίας και του κατεξουσιασμού, εσύ αποφασίζεις.
Μήπως εσύ είσαι o χρόνος και πρέπει
συνεχώς να το αποδεικνύεις, ως μονάδα επαλήθευσης; Είσαι δηλαδή το είναι του
χρόνου, άρα δεν είσαι εσύ ή είσαι εσύ ως πρώτο ένστιχτο; Τα όνειρά σου
αταξίδευτα σε πλοίο παροπλισμένο, όπου με βροχή από φώσφορο η νύχτα τα παρωδεί κρυφίως,
καθώς το κυματόφραχτο βλέμμα σου μετρά πλέον τις απώλειες στο ζύγι, με του
ανεμοστρόβιλου τις ανάσες. Σ ένα βαγόνι του μετρό στο Παρίσι, στο Κάιρο και
στην Αθήνα, θα μετράς τις αντοχές σου, προσθέτοντας εσύ ράγες στο ταξίδι της
καρδιάς.
Σημαδεύεις το αόριστο της μέρας,με
ρόλους σε παιχνίδια της φαντασίας. Και ανάβεις ένα τσιγάρο, το δωμάτιο πάλι φουγάρο
και καράβι η ψυχή, –σέρνεσαι από τη νύχτα όπως πλέκει το δίχτυ, με τα σενάρια
του νου. Βίος προαιώνιος, της πέτρας φλέβα, δέκα ζωές το κάρμα σου ανώνυμες, σ’
ένα κοχύλι του βουνού σε προφητεύουν οι άνεμοι. Στον Ελικώνα τον ελλέβορο θ’ αναζητάς με
τα μάτια του Οιδίποδα. Σε λένε Μαρία και μένεις στης προσμονής τα κρύα δωμάτια,
σε λένε Αιθάυ σε λένε Μανώλη η νύχτα σε μεθάει στη μαγική, απόκρυφή σου πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου