Στην Ευσεβία και τον Σταύρο Τζεδάκη
Copyright
© Paris Prekas
Από την Έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη
Ο Θεός το αποφάσισε και τις έφερε όλες σε τούτη τη γειτονιά ώστε
να συνδράμει η μια την άλλη και πάντοτε να είναι παρούσες σε ό,τι κι αν τους
συνέβαινε: σε αρρώστιες, γιορτές και ξενιτεμούς. Όλες κεντήστρες, χρυσοχέρες και
πρώτες στη λάτρα του σπιτικού τους και στην κατασκευή του μπακλαβά και όλων των
γλυκών της χρονιάς, ανάλογα με την κάθε εορτή, αφοσιωμένες στα έθιμα που
μετέφεραν από τη Σμύρνη και τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Οι λαδωμένες λαμαρίνες
με τα έργα τέχνης της εύγεστης ζύμης, με τα περίτεχνα σχέδια και τις ξακουστές
αυγούλες –πλεξούδες ή μεγάλες σε σχήμα μαργαρίτες, γύρω από ένα κόκκινο αυγό–
με τ’ όνομα κάθε μέλους της οικογένειας, δημιουργούσαν στο φούρνο της πλατείας,
την αίσθηση της εκστρατείας των τσουρεκιών στην κατάκτηση της γεύσης.
Κάποτε όπως έλεγαν: Μία νοικοκυρά δεν είχε τα χρήματα ν’
αγοράσει τα υλικά για τα φτιάξει μπακλαβά κι αποφάσισε να πουλήσει τα κεραμίδια
του σπιτιού της, ώστε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό, που δεν ήταν άλλο
από ένα εικοσάρικο, για να τελέσει το έθιμο, επειδή ήταν χρονιάρες μέρες και το
απαιτούσε η παράδοση – θα ήταν απρέπεια απέναντι στους μουσαφίρηδες να μην έχει
να τους τρατάρει με ό,τι προστάζει η χαρμόσυνη μέρα. Γυρνώντας όμως σπίτι της με
το συμφωνηθέν ποσό από τον παλιατζή, ανακαλύπτει ότι το έχει χάσει. Τρέχει
λοιπόν στην εκκλησία του Άη Νικόλα και γονυπετής τον παρακαλά να βρει το
εικοσάρικό της, ικετεύοντάς τον: «Άη Νικολάντσιν μου να εύρω το εικοσαράντσι
μου και θα σε δώσω ένα τάλαρο». Γυρίζοντας αλαφιασμένη όπως ήταν στο σπιτικό
της, έψαξε την αυλή και όλες τις κάμαρές του, αλλά οι προσευχές της στον Άγιο
δεν απέδωσαν.
Τρέχει μισοαπογοητευμένη στον καμπινέ και ρίχνει λίγο νερό στο
πρόσωπό της – να δροσίσει τη φούντωσή της – από το κρεμαστό τσίγκινο δοχείο με
τη βρυσούλα, και μετά ξεπορτίζει συγχυσμένη ξανά με κατεύθυνση τον Άγιο. Άρχισε
πάλι τις γονυκλισίες και τα παρακαλετά, με τη διαφορά τώρα ότι θα προσέφερε στη
χάρη του, αν το έβρισκε, ένα δεκάρικο. Όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν το
προσδοκώμενο ούτε τη δεύτερη φορά, όπως και την τρίτη, παρότι ανέβασε την
προσφορά στο τάμα της στις δεκαπέντε δραχμές και με τις παρακλήσεις της, επίσης,
ήλπιζε ότι θα έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα. Όμως τζίφος. Επανέρχεται τότε για
τέταρτη φορά στον Άγιο συγχυσμένη και του λέει: «Άη Νικολάτσιν μου να εύρω το
εικοσαράντσι μου και ούλο δικό σου, χαλάλιν σου!» Και ω του θαύματος, γυρνώντας στο
σπίτι της, το βρήκε στην άκρη της αλτάνας με τα χρυσάνθεμα καθώς είχε ξεχάσει ότι
πριν το συμβάν τα ξεχορτάριαζε από τ’ ανεπιθύμητα ζιζάνια.
Δίχως δεύτερη σκέψη, κλείνει αφηρημένα την εξώπορτα του σπιτιού
της και, φθάνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας φουρκισμένη όπως ήταν, σηκώνει
φωνή ωσάν μαινάδα σε παράσταση τραγωδίας και λέει: «Άη Νικολάντσιν μου δεν σε
δίνω τίποτις γιατί είσαι πλεονέχτης!» κι αμέσως γυρίζει την πλάτη της και
φεύγει μεγαλοπρεπώς, μα και γαληνεμένη για το παντοπωλείο της πλατείας.
Τέτοιες ιστορίες άκουγες τ’ απογεύματα με το κέντημα ανά χείρας, έξω
από την αυλόπορτα του σπιτιού της γειτόνισσας, που είχε σειρά κάθε φορά για να κεράσει
τον τούρκικο καφέ –σ’ αυτά τα μικρά φλιτζανάκια, που έμοιαζαν με τα χρυσά τους
σχέδια ότι αντανακλούσαν την ευπρέπεια και την ηθική του κατόχου του– για να
βρεθούν και ν’ ανταλλάξουν όλες μαζί κουβέντες και τα νέα της γειτονιάς. Η Βεντζέλενα, η
Βαγγελιώ, η Κατίνα, η Αντωνία, η Καλλιόπη, η Ματρόνα, η Λιλίκα, η Ντελίδαινα
(Στέλλα), η Σταματία (του Κόνσολα), η Κλεοπάτρα, η Διονυσία και η Σώλαινα (Τασία) συνδράμανε όχι
μόνο η μια την άλλη, αλλά κι όπου αλλού τις καλούσε το καθήκον του κάθε
συνανθρώπου τους, και στις από πάνω γειτονιές της κοινότητας, δίχως
ανταγωνισμούς και με το συναίσθημα της προσφοράς και της αλληλεγγύης ανεπτυγμένο
στο μέγιστο βαθμό. Χρόνο με το χρόνο, η παρέα μεγάλωνε με τις νεόφερτες
οικογένειες από άλλα μέρη της Κρήτης.
—Έλα μπρε να με διώξεις τις μίες, ζητούσε κάθε φορά
που με έβλεπε να περνώ μπροστά από το δωματιάκι της, στην άκρη της αυλής του
σπιτιού της θείας μου της Λιλίκας, η γιαγιά Ελευθερία.
—Μα γιαγιά δεν υπάρχουν μύγες, της απαντούσα τις
περισσότερες φορές που μου το ζητούσε. Είχε βαρύνει πια και, μες στα βαθιά της
γηρατειά, οι σκιές στους τοίχους ήταν γι’ αυτήν μεγάλες μύγες ή αρπαχτικά όπως
έλεγε τους Τούρκους, κατάλοιπο της μικρασιατικής καταστροφής.
—Άμα φύω θα με ξεχάσεις μπρε, με ρωτούσε όταν δεν
συνέτρεχα στις παραξενιές της. Εμένα, μπρε, με λέγανε Ελευθερία
Καπετάνιου, πριν με νυμφευθεί ο παππούς σου· ήλιος δεν μ’ έβλεπε, έπρεπε να
είμαι ολόλευκη ωσάν το γάλα, μόνο οι πλύστρες και οι παρακατιανές ήταν
ηλιοκαμένες σαν τις γύφτισσες. Στην πόρτα του αρχοντικού μας, υπήρχε σε μάρμαρο
σκαλισμένο ένα κριάρι, αυτό ήτο το οικόσημό μας. Εκατό κολλήγους είχε ο παππούς
σου. Ας όψονται οι πολιτικοί στην Ελλάδα που μας εφάανε. Όλα αυτά τα είχα
ακούσει δεκάδες φορές.
—Ίντα είναι αυτά που λες στο παιδί Καρβέλαινα; Αυτά πιο εν
περάσανε. Ίντα θες και τα σκαλίζεις; της απαντούσε η κυρά-Πάτρα.
Copyright© 2000-2009 Fred E. Salmon, Jr.
Theriso, Crete Oil on Multimedia Board
Εκεί υπήρχε μια μεγάλη μουριά μες τη μικρή αλάνα, δημιουργώντας
ίσκιο το καλοκαίρι και ήταν το πιο σύνηθες σημείο της συγκέντρωσης όλων των
γυναικών. Δεξιά υπήρχαν σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην προαύλιο της εκκλησίας
του Αγίου Φανουρίου, μετόχι της Χρυσοπηγής, περιοχή του Δήμου Ηρακλείου. Το
σπίτι μας ήταν εκεί δίπλα, μετά από ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα. Από εκεί είχες
θέα στην είσοδο του λιμανιού, αφού υπήρχε μια υψομετρική διαφορά από την
επιφάνεια της θάλασσας. Μετά τον εσπερινό ή την πρωινή λειτουργία, το προαύλιο
της εκκλησίας γέμιζε με παιδικές φωνές και παιχνίδια και η μοναχή Ξένη, μας
μοίραζε κομμάτια άρτου και φανουρόπιτας. Η μοναχή Ξένη ήταν σαν δεύτερη μάνα μας·
όταν αναπαύθηκε εις τους ουρανούς, μαθαίναμε λίγο- λίγο σε πόσους συνανθρώπους
μας είχε συμπαρασταθεί οικονομικώς και με όσες δυνατότητες είχε. Κάθε φορά που
την επισκεπτόταν ο ανιψιός της Χαράλαμπος Γαργανουράκης –σπουδαίος λυράρης–
πετούσε στα ουράνια από τη χαρά της.
Ήταν γιος της αδελφής της Ερασμίας, από το χωριό Άγιος Θωμάς του Νομού
Ηρακλείου. Μικρό παιδί όπως ήμουν, αντιλαμβανόμουν μ’ ένα περίεργο τρόπο τα
συμβάντα γύρω από τη μικρή μας γειτονιά και τις συζητήσεις των μεγάλων, λες και
ήμουν ταγμένος να παρατηρώ τα πράγματα, και τα απογεύματα στο εσωτερικό
προαύλιο του ναού, στο τσιμεντένιο πεζούλι, με τον μοναχό Μακάριο να κάνουμε
αναλύσεις, προσπαθώντας να τον εντυπωσιάσω. Ήταν άγιος άνθρωπος και
εξομολογητής ξακουστός σε όλο το νησί. Ερχόταν από τη μονή της Αγκαράθου, της Επαρχίας
Πεδιάδος, για να επιτελεί το έργο του. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις και η
καθημερινότητα μας είχαν ως επίκεντρό τους τον θαυματουργό Άγιο Φανούριο. Κατά
χιλιάδες συνέρεαν κάθε χρόνο στη χάρη του με τάματα, πρόσφορα και αρτοκλασίες.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν μία από τις ημέρες της συλλογικής
προσφοράς, με το στολισμό του Επιταφίου. Η γνωστή γυναικοπαρέα, και με όλα τα
παιδιά της γειτονιάς, πιάναμε δουλειά από το χάραμα. Κάθε παιδί, μ’ ένα πανέρι
στα χέρια, τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι και μας έδιναν κάθε λογής λουλούδια για
το στολισμό του Επιταφίου· οι γυναίκες αναλάμβαναν να τον ντύσουν με μεράκι σαν
πολύχρωμο κέντημα. Το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν κατανυχτική ψέλνοντας τα εγκώμια
όλοι μαζί, με μπροστάρηδες εμάς τα παιδιά, αφού είχαν προηγηθεί και οι
απαραίτητες πρόβες. Το Μεγάλο Σάββατο, μαζεύαμε ξύλα και πάνω στο σωρό
τοποθετούσαμε ένα ομοίωμα του Ιούδα και του βάζαμε φωτιά στο πρώτο Χριστός
Ανέστη, με τον ήχο των χειροποίητων βαρελότων.
Τη μέρα της Αναλήψεως, η ακτή δίπλα από το παλιό λιμάνι του
Ηρακλείου γέμιζε κόσμο, και η κάθε οικογένεια έστρωνε μία κουρελού και όλοι
απολαμβάνανε τα φαγητά που η κάθε νοικοκυρά προετοίμαζε αποβραδίς. Το έθιμο
ήταν, μετά το πέρας της συνεύρεσης, να κουβαλά ο κάθε αρχηγός του σπιτιού μια
πέτρα μέσα από τη θάλασσα που επάνω της είχαν φυτρώσει φύκια, ως γούρι κι
επίκληση για ευημερία και καλή σοδειά από τους αμπελώνες και τους ελαιώνες της
φαμίλιας.
—Νίκο! Αντώνη!
—Ορίστε, κυρά Καλλιόπη, απάντησαν με μια φωνή οι φίλοι
μου.
—Σήμερα θα μαγειρέψω ντολμαδάκια με φρέσκα φύλλα, να έλθετε
να φάμε παρέα.
—Αχ, μητέρα Καλλιόπη, γιατί μου το κάνετε αυτό; απάντησε
ο Νίκος, και συνέχισε: Έχω γίνει ένας κοιλιόδουλος, αλλά τα ντολμαδάκια
σας με κολάζουν και θέλω να φάω όλο το τσουκάλι.
—Τι είναι αυτά που λες παιδί μου, πάνω στην ανάπτυξή σου! Να τα
φας όλα, με τόσο διάβασμα, αγαθοεργίες και νυχτερινές λειτουργίες σε πολλούς
ναούς και παρεκκλήσια, θα πέσεις κάτω! Και ψελλίζοντας συνέχισε: «Ήμαρτον
Θεέ μου, μ’ αυτό το παιδί,κι εσύ όμως, το περνάς από πολλές δοκιμασίες.»
Ο Αντώνης όπως πάντα λιτοδίαιτος, άκουγε μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα τη
συζήτηση, αποδεχόμενος σιωπηρά την πρόσκληση. Ήμασταν και οι τρεις παιδιά της
εκκλησίας και αχώριστοι φίλοι, ταγμένοι στο Θεό με μια έμφυτη κλίση προς αυτό. Ο
Νίκος πρόσεχε να μην πατήσει ούτε μερμήγκι στο πέρασμά του, ευγενής και
προσηνής, με τον καλό λόγο πάντα στο στόμα. Ο Αντώνης ήταν ευγενής μα και
απόμακρος, πολλές φορές ένιωθα ότι πάλευε με κάτι εντός του, προσπαθώντας να
βρει τη γαλήνη μέσα του· μετά ανακάλυψα ότι ένας του αδερφός, κοσμοπολίτης, ήταν
επιθετικά αντίθετος με την επιλογή του προς την εκκλησία.
—Να μου το θυμηθείς! Σ’ αυτά τα παιδιά κάποια μέρα, θα
ευοδωθούν οι κόποι τους και θα γενούν μεγάλοι και τρανοί. Εσύ να δω τι θα
κάνεις, που θες να ξέρεις τι γίνεται στον κόσμο και δεν βρίσκεις ένα σκοπό να
συντελέσεις. Η Μάνα μου δεν είχε άδικο, έπρεπε ανάμεσα σε δύο αντίρροπες
δυνάμεις να ισορροπήσω και να βρω το δρόμο μου. Από τη μια ο άξιος πατέρας μου,
με τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του, κι από την άλλη η μάνα μου, με την απέραντη
πίστη στον Θεό και με σκοπό της ζωής της την προσφορά στους συνανθρώπους μας. Έπρεπε
να περάσω από τη μεγάλη ατραπό της ζωής μου –ίσως και προσωπική επιλογή– για να
αντιληφθώ το πιο απλό πράγμα, που εμπεριέχει τα πάντα μέσα του: «Αγαπάτε
αλλήλους». Ο φίλος μου ο Νίκος Χορευτάκης και νυν Πατριάρχης και Πάπας
Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, βρήκε το δρόμο του προς τον Θεό με το θεάρεστο
έργο του, όπως και ο Αντώνης Δημητρίου, Μητροπολίτης στα βάθη της Αφρικής (Θεόδωροι
εν Χριστώ και οι δύο). Εγώ ακόμα παλεύω στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του
αγνωστικισμού, ωσάν άπιστος Θωμάς. Όταν βρέθηκα στα Ιεροσόλυμα στην αρχή της
εφηβείας μου, στη σχολή του Πατριαρχείου, έξω από τα τείχη στη Σιών, ένας
συμμαθητής μου, που αντιλαμβανόταν τις ανησυχίες, μου μια μέρα μου μίλησε με
διακριτικότητα: "Αδελφέ μου, ο Θεός έχει όραση και ενόραση των πάντων, ο
άνθρωπος όχι! Εσείς στη Κρήτη χορεύετε τον πεντοζάλη, κι όλες οι κινήσεις του
χορού δείχνουν μιαν ετοιμότητα για πόλεμο, εξ’ αιτίας των πολλών κατακτήσεων
που υπέστη το νησί σας. Εσύ, όμως, δεν έχεις λόγο ανησυχίας· ασχολήσου μόνο με
το Θεό. Εδώ δεν υπάρχουν καταχτητές, μόνο μέσα σου· και αν το θες, «ειρήνη
υμίν»."
—Ακούετε φιλενάδες μου ίντα άκουσα εψές βράδυ από το στόμα
της γιαγιάς μου, λέει η Ματρόνα.
—Τι άκουσες μαρή Ματρόνα; ρώτησαν με μεγάλη περιέργεια
οι περισσότερες στην παρέα.
—Όταν, λέει, μια χρονιά ετρυγούσανε, βρήκαν επάνω σε μια
κορμούλα της άμπελος μια φωλιά οχιάς με τ’ αυγά της. Για να κάνουσι χωρατά, επήρασι
τ’ αυγά του ζωντανού και τα έκρυψαν. Επερίμενάν το κι όταν εγύρισε και δεν
εβρήκε τ’ αυγά του, έφυγε και πήε κάτω από την ελιά που ήτο το σταμνί με το
νερό κι έφτυσε μέσα το δηλητήριόν του. Μετά εξανάβαλαν τ’ αυγά και η οχιά
εγύρισεν εις το σταμνί, κουλουριάστηκεν γύρω του σφικτά, έως που το ’σπασε για
να μην πίουσι το νερό και φαρμακωθούνε.
—Την ελιά εφοβήθηκε, επειδή κι αυτή εψήφισεν στις εκλογές κι
έχει πολιτικόν μέσο καημένη μου. Τ’ ακούς τι σε λέω εγώ; αποφάνθηκε η
κυρά Σόλενα. Όλες άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια, κοιτώντας τη μουριά μήπως
ψήφησε κι αυτή στις εκλογές.
Στο προαύλιο του Αγίου Φανουρίου, στο τσιμεντένιο του πεζούλι, ξαποσταίνουν,
αφού πριν προσκυνήσουν τη χάρη του, χιλιάδες άνθρωποι που συρρέουν κάθε χρόνο, ζητώντας
του να κάνει το θαύμα του στο πρόβλημά τους. Στην αυλή του ονειρεύτηκαν και τον
παρακάλεσαν άνδρες και γυναίκες που σήμερα διαπρέπουν στα Γράμματα και στις Τέχνες
σ’ Ευρώπη και σ’ Αμερική. Εκεί γεννήθηκε η σημαντική τραγουδοποιός κι
ερμηνεύτρια Γεωργία Βεληβασάκη, όπως και ο τραγουδιστής Ανδρέας Σμυρνάκης που έφτασε
να τραγουδήσει στην έδρα του ΟΗΕ στην Αμερική, παρουσία αρχηγών πολλών κρατών. Εδώ
γνώρισα τον αείμνηστο τραγουδιστή και μετέπειτα ανθρωπιστή φίλο μου Διονύση
Θεοδόση, όπου στον παγκρήτιο διαγωνισμό τραγουδιού διακριθήκαμε μαζί με τον
σπουδαίο Μανόλη Λιδάκη, και τράβηξε καθ’ ένας το δρόμο του.
Στη σάλα, το ραδιόφωνο με τις λυχνίες και τα μεγάλα κουμπιά προστατευόταν
από τον πατέρα μου ως κόρη οφθαλμού. Στη φωτισμένη του επιφάνεια υπήρχαν σχεδόν
όλες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Τα βράδια, με πολλές προφυλάξεις και σε
χαμηλή ένταση, άκουγε τα δελτία ειδήσεων στα Ελληνικά από τα Τίρανα και τη
Μόσχα. Οι καιροί τότε ήταν επικίνδυνοι με την πολιτική αστάθεια της χώρας. Συλλήψεις,
κακουχίες, καρφώματα, ξυλοδαρμοί και ξερονήσια, και τόσα άλλα δεινά, για όλους
εκείνους που πάλευαν για τη Δημοκρατία και την ελεύθερη έκφραση.
Το πρωί, όπως άνοιγε το παράθυρο η μάνα για ν’ αεριστεί το σπίτι, βλέποντας
τα καράβια που σφυρίζοντας εισέρχονταν στο λιμάνι, έσβηναν με μιας οι
στεναχώριες της προηγούμενης μέρας, καθώς η θάλασσα μου χαμογελούσε με το
γαλάζιο της βλέμμα και με προσκαλούσε σε καινούριες περιπέτειες και σε ταξίδια
αναψυχής, της καρδιάς.
Copyright© 2000-2009 Fred E. Salmon, Jr.
Greek Chairs Oil on Board
1 σχόλιο:
Με ταξίδεψες μακριά στο χρόνο, στη γειτονιά μας με τα ωραία της και τα πικρά της, στα πρόσωπα που έχουμε ξεχάσει ή έχουμε φυλάξει κάτω από το δικό μας πρόσωπο...
Εξαιρετικό αφήγημα!
Σ΄ευχαριστώ, :)
Γ.Α.Β.
Δημοσίευση σχολίου