Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΧΙΝΩΝ

Διήγημα

 photo: © www.oneinchpunch.net


Κάθε φορά που το λεωφορείο πλησίαζε στην παλιά πόλη κυριευόμουν από εκείνο το πάθος των αρχαίων αμφικτυόνων, των ξένων που φτάνουν σε μια άγνωστη πολιτεία και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κατακτήσουν την αποδοχή και τον σεβασμό των γηγενών, εκείνων που βρίσκονται εντός των τειχών. Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ, κι αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα, τουλάχιστον, της εφηβείας μου. Σίγουρα είχαν παίξει το ρόλο τους και οι πολιτικές πεποιθήσεις του πατέρα μου, στις οποίες οφείλονταν πολλοί κατατρεγμοί της οικογένειάς μου. Ήταν μαζί και η επιβλητικότητα των τειχών, που παραμένει αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα, καθώς και η αίσθηση ότι πίσω απ’ αυτά κατοικούσαν οι προύχοντες και οι εύποροι, η ανώτερη δηλαδή τάξη όπως πίστευα τότε. Η προπαγάνδα του πατέρα μου περί κοινωνικών τάξεων αναζητούσε, φαίνεται, υποσυνείδητα την γεωγραφική της επαλήθευση, κι εκεί την έβρισκε.
Μέχρι το λεωφορείο ν’ ανέβει στην Πλατεία Ελευθερίας, ή στις Τρεις Καμάρες, όπως λεγόταν παλιότερα, η μυθοπλαστική μου ικανότητα στο στήσιμο νοερών παραστάσεων, αποδεικνυόταν στ’ αλήθεια πολύτιμη. Όπως και τώρα, έτσι και τότε επέλεγα την δεξιά πλευρά των θέσεων του λεωφορείου, που μου εξασφάλιζε την καλύτερη ενατένιση των τειχών, και μεγαλουργούσα σκηνοθετικά, με δεξιοτεχνία θαρρείς μεταφυσική: εξαφάνιζα τα ίχνη της ενετικής αρχιτεκτονικής, και στη θέση της τοποθετούσα στοιχεία του Μινωικού πολιτισμού, πράγμα αδιανόητο βέβαια, καθώς οι Μινωίτες δεν είχαν κι ούτε χρειάζονταν, άλλωστε, οχύρωση. Η Κνωσός ήταν τότε θαλασσοκράτειρα και στηριζόταν σ’ αυτό το πλεονέκτημά της για ν’ αντιμετωπίζει κάθε επίβουλο εισβολέα. Σ’ εμένα πάντως δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί: με τη δύναμη της φαντασίας μου, το Ηράκλειο μετατρεπόταν σε Κνωσό του εικοστού αιώνα. Κι ήταν όλοι τους εκεί, και με περίμεναν για να τους χρησιμοποιήσω όπως επιθυμούσα, ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχολογικής μου κατάστασης: ο γερο-Αστέριος, η Ευρώπη με τους γιους της, τον Ραδάμανθυ, τον Σαρπηδόνα και τον Μίνωα, γόνοι κι οι τρεις από την ένωσή της με τον πατέρα των Θεών, τον Δία. Ξεπρόβαλαν αιφνιδιαστικά σε μία δόνηση του χρόνου για να εκπληρώσουν την επιθυμία ενός αιθεροβάμονα, όπως ήμουν εγώ που πίστευα ότι η δυναστεία τους θα έπρεπε να συνεχίζει στους αιώνες των αιώνων, ως πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας όλων, μέχρι και τις ημέρες μας. Κοντά σ’ αυτούς, ο Πρίγκιπας των Κρίνων ξεδίπλωνε τη δύναμη της ομορφιάς και της γαλήνης του, συμπληρώνοντας το μεγαλείο της ενόρασής μου, ενώ οι θεές των όφεων παραδίπλα, αποθάρρυναν τα κακά πνεύματα για να μην εισβάλουν στη ζωή των βασιλιάδων, για να την αφήσουν αμόλυντη και αγνή.
Υπήρχε στο παιχνίδι μου και η Αριάδνη που κρατούσε τον αιωρούμενο μίτο, με την άκριά του να χάνεται στο πέρας του ουρανού, υποδηλώνοντας το πεπρωμένο που παραμένει πάντοτε άδηλο. Ήταν εκεί κι ο λαβύρινθος, μια σκιά μεταβαλλόμενη κατά τη θέλησή μου, επινοημένη για να συμβολίζει το δρόμο της ζωής με όλα τα αναπάντεχα που συμβαίνουν τριγύρω και μας παρασέρνουν στη δίνη τους, και μαζί του ο Μινώταυρος – ο αδηφάγος χρόνος: το μυστικό δωμάτιο του εαυτού μας, εκεί που συντελούνται όλα εκείνα που μας αυτοκαθορίζουν και μας ετεροπροσδιορίζουν, ανάλογα με τις πράξεις και τις επιλογές μας. Πρόκειται ακριβώς για την προσωπική αλήθεια του καθενός μας, που αναβλύζει ελεύθερη ή ασφυκτιά αλυσοδεμένη με τις μάσκες και τα προσωπεία μας. Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που περνούσα από τα τείχη, παραδιδόμουν στη φαντασία μου, σ’ αυτόν το μαγικό ανεμοστρόβιλο που μ’ έσπρωχνε ν’ αφεθώ και να ξεγλιστρήσω παίζοντας πίσω απ’ την αυλαία του πεπερασμένου χρόνου. Κάποιες φορές, μέσα στη βύθιση της περιπλάνησής μου, δεν άκουγα τον εισπράκτορα που ανακοίνωνε δυνατά από το μικρόφωνο τη στάση μου και συχνά την προσπερνούσα.
Όχι όμως αυτή τη φορά. Κατέβηκα στο Μεϊντάνι και περνώντας μέσα από τη στοά με το καφεκοπτείο και τα ζαχαρωτά, συναντήθηκα με τον φίλο μου στην Πλατεία των Λιονταριών. Μετά τον καφέ περπατήσαμε ανέμελα στους δρόμους. Οι σκιές των κτιρίων σιγά-σιγά μετακινούνταν προς το μεσημέρι, οι ήχοι της πόλης μάς προετοίμαζαν για νέες παραστάσεις στους δρόμους που ήταν ήδη γεμάτοι από τουρίστες. Στις φλέβες μας έρεε η αυτοπεποίθηση ότι όλα μπορούσαμε, χωρίς δυσκολία καμιά, να τα κατακτήσουμε· φτάνει μόνο να το θέλαμε. Στα βλέμματα των περαστικών ο αντικατοπτρισμός της δύναμής μας έπαιρνε μορφή θριάμβου, το καταλαβαίναμε, κι αυτό μας έδινε μία ώθηση γλυκιά, και μαζί βασανιστική. Ο φίλος μου άνοιγε τα περάσματα της ημέρας, κι εγώ γλιστρούσα μαζί του ξεκλέβοντας λίγο από τον θρίαμβό του.
«Ακολούθησέ με και θα δεις», με παρότρυνε κι αυτή τη φορά, σε τόνο παραγγέλματος, σα να βρισκόμασταν σε άσκηση ετοιμότητας. Αντιδρούσε στις εκάστοτε αντιρρήσεις μου με ύφος ανθρώπου αλάνθαστου, σε ό,τι κι αν σκέφτεται ή αποφασίζει. Δεν του άλλαζες εύκολα γνώμη. Για άλλη μια φορά δεν τον έπειθα ότι αυτό που επρόκειτο να κάνει θα μας εξέθετε. Η ίδια σκηνή ακριβώς είχε επαναληφθεί αρκετές φορές, τους τελευταίους μήνες, σε διάφορα μέρη της πόλης μας. Για ακόμα μία φορά, δεν με άκουσε.
Εισέβαλε ορμητικά στο κατάστημα των ανδρικών ειδών. Χωρίς να πω κουβέντα, τον ακολούθησα, μάλλον απρόθυμα. Πριν από λίγο την είχε προσέξει κι έπρεπε τώρα οπωσδήποτε να της μιλήσει. Ήταν αδύνατον να συγκρατήσει, έστω και για ένα λεπτό, τον παρορμητισμό του. Έτσι βρεθήκαμε απέναντί της, ο φίλος μου πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά από εμένα. Ευθυτενής και αγέρωχος, καθώς την κοιτούσε, όλα του τα κύτταρα ανάβλυζαν σιγουριά, όλη του η έκφραση σήκωνε έναν αέρα πολιορκητή της παλιάς εποχής, με όπλα σμιλεμένα από ατσάλι, όχι όμως αξεχώριστα απ’ αυτόν, αλλά ενσωματωμένα σ’ ολόκληρο το σώμα του, σα να ’ταν ένα μ’ αυτό. Απέπνεε στον συνομιλητή του την απροσδιόριστη εκείνη υπεροχή της ακατέργαστης φύσης. Αναμφισβήτητα, είχε το χάρισμα του αρχηγού. Ασφαλώς, συνέβαλα κι εγώ σ’ αυτό καθώς, παρά τις συνήθεις ολιγόλεπτες αντιδράσεις μου, του ήμουν πάντοτε πιστός και αφοσιωμένος.
Τώρα, όμως, ο ακαταμάχητος εραστής της πόλης εφορμούσε. Η υπάλληλος μας υποδέχθηκε μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα, ψυχρό και τυποποιημένο, ίδιο με εκείνο που αντανακλούν οι διαφημίσεις με τις οδοντόκρεμες στις μικρές αφίσες των ημερολογίων, δουλεμένο στον καθρέφτη του μοντερνισμού. Όμως ο φίλος μου ήξερε να αποσυντονίζει τους επιτηδευμένους ανθρώπους με γρήγορες ταχυδακτυλουργικές κινήσεις: οι μάσκες του δημιουργούσαν επιθετικότητα, όπως το κόκκινο πανί στον ταύρο. Αποκτούσε επίτηδες την περιέργεια μικρού παιδιού που διαλύει τα παιχνίδια του επειδή δεν τα καταλαβαίνει, επειδή θέλει να μάθει τι κρύβουν, αυτό ήταν το τέχνασμα που χρησιμοποιούσε. Δοκιμασμένο κι επιτυχημένο.
Στεκόταν αμίλητος μπροστά της και την κοιτούσε, μ’ εκείνα τα μάτια του πελάγους —έτσι τα χαρακτήριζαν με τα επιφωνήματά τους τα κορίτσια της παρέας μας— που έπαιρναν όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου. Θα έλεγα πως ήταν γαλαζοπράσινα, αλλάζοντας ελαφρώς κάθε φορά από τις φωτοσκιάσεις της ημέρας. Όπως έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας, και με κάποια δόση αυταρέσκειας βέβαια, ήταν δώρο του θεού Ερμή και της μάνας του. Μια φίλη μας τα ονόμαζε «μάτια του Αιγαίου πελάγους», κάποια άλλη με πιο τοπικιστική διάθεση, τα έλεγε «μάτια του Κρητικού πελάγους». Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ήταν ωραία και προκαλούσαν.
Η αναμονή άρχισε φανερά να σαστίζει την υπάλληλο. Ο εσωτερικός της κόσμος εξεγειρόταν ήδη, κι όσο κι αν έκανε προσπάθειες να τον κατευνάσει, δεν τα κατάφερνε. Άλλαξε σιγά-σιγά τρόπο στη συμπεριφορά της, προσπαθώντας τάχα να τακτοποιήσει τον πάγκο με τα αδίπλωτα ρούχα. Η ατμόσφαιρα βάρυνε ακόμα περισσότερο με την πρόσμιξη του χημικού αρώματος του χώρου στη ζέστη του καλοκαιριού.
«Λοιπόν, δεν μου είπατε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» την άκουσα να λέει για δεύτερη φορά.
Ο φίλος μου ατάραχος, χαμογελαστός, με τα λευκά του δόντια σε θέση μάχης, ήταν έτοιμος να κατασπαράξει τις επιθυμίες της σάρκας της. Εξακολουθούσε να την κοιτάζει, ρίχνοντας συγχρόνως και καμιά ματιά στα ράφια με τα πουκάμισα. Μόνο τα μάτια του μιλούσαν και φαίνεται πως την αναστάτωναν περισσότερο από κάθε τι άλλο επάνω του. Την έψαχνε με το βλέμμα του, εισχωρούσε αδιάκριτα και στα πιο απόκρυφα σημεία της, σαν γλυκιά ανατριχίλα. Τα θέλγητρά της μοσχοβολούσαν άνοιξη. Πόσοι να την ποθούσαν άραγε; Πόσοι θα λαχταρούσαν την πρώτη κοπή των λουλουδιών της; αναρωτιόμουν.
Γύρισε και με κοίταξε, θαρρείς σα να κατάλαβε τις σκέψεις μου, και με ρώτησε αν είμαστε μαζί. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, αμέσως γύρισε στο φίλο μου και του έριξε μια αινιγματική ματιά. Η γλώσσα του στο μισάνοιχτο στόμα έπαιζε σαν πλεούμενο σε λιμάνι του πόθου, μαζί με τα χείλη του στάλαζε προκαταρκτικά το ελιξίριο διεγερτικό του. Εκείνη σίγουρα είχε σαστίσει με τον ουρανοκατέβατο φίλο μου, θα της φάνταζε υψικάμινος που λιώνει σίδερα, κι ας το αρνιόταν με την υπομονή της· το διαισθανόμουν. Όλες οι αισθήσεις της βρίσκονταν σε εγρήγορση. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τον κλοιό του, τα χέρια της έπαιζαν με ελαφριά νευρικότητα στην επιφάνεια του πάγκου. Είχα μαθητεύσει αρκετά στα καμώματά του και μπορούσα να φανταστώ από πριν τις πονηριές του, την τακτική του με τις γυναίκες και έπειτα έβλεπα τις προβλέψεις μου να επαληθεύονται. Δεν υπήρχε θηλυκό που να μην τον προσέξει ρίχνοντας πάνω του έστω και μία ματιά, το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί, μια ματιά όμως που άφηνε συνήθως ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για το μέλλον. Τον αποκαλούσα κοροϊδευτικά «γυναικάρεστο», κι αυτός με προσπερνούσε με βάδισμα θεατρικό, αιθεροβάμονα, κάνοντας μου χάρη υποτίθεται που με συναναστρέφεται, μετά από λίγα βήματα γυρνούσε και μου ζητούσε αστειευόμενος να τον χειροκροτήσω. Κι όμως, πριν από λίγο, στο δρόμο, μια περαστική μελαγχολία του τριβέλιζε το μυαλό. τώρα όμως είχε εντελώς εξαφανισθεί. Συνέβαινε κάποιες φορές αυτό το συναισθηματικό βύθισμα, κάτι έκρυβε, φαίνεται, μέσα του βαθιά, αλλά δεν μιλούσε ποτέ του γι αυτό. Υποψιαζόμουν ότι ήταν η πρώτη αγάπη, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, που δεν είχε, ίσως, αίσιο τέλος.
Σε ένα κρεσέντο αυτοπεποίθησης αποφάσισε τελικά να της μιλήσει.
«Θέλω το άσπρο πουκάμισο της βιτρίνας, εκείνο με τις τσέπες στο στήθος», της είπε και συνέχισε με χαμηλόφωνο αλλά σταθερό τόνο: «Στη μια θα βάλω τη ζωή μου και στην άλλη την καρδιά μου, για να τις προφυλάσσω από όμορφες γυναίκες σαν κι εσένα».
Εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένα επιφώνημα έκπληξης, λησμονώντας για μια στιγμή κάθε αίσθηση καθήκοντος. Προχώρησε δυο βήματα, άπλωσε το χέρι της στο ράφι που βρίσκονταν τα πουκάμισα αφήνοντας όλη της τη χάρη να φορτίσει το χώρο, με υπονοούμενα ευοίωνων εξελίξεων. Φυσικά, προσποιούμενη πάντοτε ότι είναι άνετη. Έπειτα γύρισε προς εμάς με το πουκάμισο στα χέρια, το κόκκινο κραγιόν στα χείλη της είχε σκάσει σαν μπουμπούκι από τριαντάφυλλο. Το κλίμα άλλαξε απρόσμενα. Τους άφησα να χαριεντίζονται πλέον φανερά. Δεν έβρισκα, έτσι κι αλλιώς, τρόπο για να δημιουργήσω ένα αντίβαρο ώστε να μη γινόμαστε βορά στα αδηφάγα βλέμματα του υπόλοιπου προσωπικού, που ήδη πρόσεχαν την κάθε μας κίνηση. Οι αδιάκριτες ματιές τους με έκαναν να νοιώθω σαν δουλοπάροικος, σαν παρίας, ο αφέντης-φίλος μου προστατευόταν από εμένα, αλλά με ποια διάθεση και με ποιο δικό μου κύρος; Υστερούσα σε σχέση με τα δικά του προσόντα, σε σωματική διάπλαση, δυναμισμό, πρωτοβουλία αλλά και σε ομορφιά. Εκείνος μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, κυριαρχούσε στην κάθε στιγμή του, της έδινε όνομα και υπόσταση, τη δημιουργούσε, γινόταν ο πρωτομάστοράς της. Το τυχαίο το διαπραγματευόταν και το διαφέντευε, επινοούσε καταστάσεις και τις υλοποιούσε, έπαιζε με το παρόν και γεννούσε το μέλλον.
Τα λεπτά περνούσαν αργά και βασανιστικά, ο καθωσπρεπισμός μου με τη φαντασία μου δημιουργούσαν για άλλη μια φορά αδυσώπητες εσωτερικές εντάσεις, που έβρισκαν διέξοδο στον ιδρώτα του μετώπου μου. Κοιτούσα αμήχανα τα ράφια και τη βιτρίνα του καταστήματος, αμφιταλαντευόμενος αν θα έπρεπε να φύγω ή να μείνω. Πίστευα ότι θα εκτεθούμε ανεπανόρθωτα…
Φυσικά, ποτέ δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Είχε την ικανότητα να απορυθμίζει με ευρηματικό τρόπο τα πάντα γύρω του, ευχάριστα, δίχως την παραμικρή σκηνοθετική προετοιμασία, μόνο με το ένστικτο της στιγμής. Με το μεγαλείο του αμφιτρύωνα σε ρωμαϊκή έπαυλη που οργανώνει ως την τελευταία λεπτομέρεια το πρόγραμμα της σύναξης. Η απόδρασή μου σε παρόμοιες περιπτώσεις, ήταν να κατασκευάζω φράσεις με τη λέξη ζωή. Ήταν το σωσίβιο για τη δίνη του μυαλού μου: ένα αμάλγαμα διττής πραγματικότητας με στοιχεία εμπειρικής βιογραφίας. Άμβλυνα την αμφιθυμία μου με μια άλλη ενατένιση του κόσμου. Η έκθεση και η χειροτεχνία, στις τάξεις του δημοτικού, ήταν τα αγαπημένα μου μαθήματα που με είχαν οδηγήσει, μεγαλώνοντας, στα ταξίδια της σκέψης, ενώ η Οδύσσεια του Ομήρου μου είχε δώσει την πυξίδα:
  θέλει να εξέλθει η σταγόνα της ζωής μου από την αγκαλιά του ωκεανού της ύπαρξης και να αναρωτηθεί στη μοναξιά της, για το που πηγαίνει
  ο χρόνος σμιλεύει τη ζωή, ισχυροποιώντας συγχρόνως τις προσδοκίες της απρόσωπης συνέχειάς του...
 τα λιμάνια της ζωής άπειρα, τα πιο γνωστά είναι της καρδιάς, της λογικής και το λιμάνι των κυμάτων της προσμονής
  η ζωή είναι ο Ελικώνας της συνύπαρξης, το αμόνι της επαλήθευσης των αχαρτογράφητων διαδρομών μας
 η ζωή εκτίει τη λησμονιά που επιβάλλει ο έρωτας, ο βασιλιάς αυτού εδώ του κόσμου.
Ο φίλος μου εξακολουθούσε να της στέλνει υποσυνείδητα μηνύματα με την εκφραστικότητα των χεριών του, με τις συσπάσεις του προσώπου του, με όλες του τις κινήσεις. Η πλημμυρίδα των εικόνων με παρέσυρε, αποζητούσα ένα στήριγμα, τα βήματα μου με οδήγησαν στην έξοδο. Οι μικροί ανεμοστρόβιλοι του νοτιά συσσώρευαν τσαλακωμένα χαρτάκια στο ρείθρο του δρόμου, ένιωθα να βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνα. Η προτροπή για ηρεμία του καταπιεσμένου μου εαυτού, και οι προσπάθειές του να εξαφανίσει τις ασυνείδητες εντάσεις μου, έπεφταν στο κενό.
Αναρωτιόμουν συνέχεια γιατί άραγε να τον κάνω παρέα, τι ήταν εκείνο το απόκρυφο, το ουσιώδες, το απροσδιόριστο που με έκανε να συμπράττω στους παλιμπαιδισμούς του. Κι όμως, κατά βάθος ήξερα ότι καταφέρνει κάθε φορά να ανατρέπει όλες μου τις πεποιθήσεις γύρω από τα στερεότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς και ότι γκρεμίζει μ’ ένα φύσημα τα υποστυλώματα δεκανίκια μου που σχετίζονται με μόρφωση και πρόοδο με νοοτροπίες παρωχημένες, που δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να με σκουριάζουν. Μπορούσε με μοναδικό τρόπο να κάνει πράξη όλα όσα τον συνάρπαζαν, ό,τι ποθούσε, να ζει μέσα σε μια πραγματικότητα που περιέχει ποιητικότητα, δράση και ανεξαρτησία. Το παρόν δεν του ξέφευγε ποτέ όταν αποφάσιζε να δραπετεύσει, το κρατούσε μαζί του αιχμάλωτο, να τον περιμένει.
«Πάμε» μου είπε, χτυπώντας με στον ώμο.
Προχωρούσαμε αμίλητοι, ο Μιχάλης δεν έχανε ευκαιρία να αποκαθηλώνει, με πανηγυρικό τρόπο, στο πέρασμά μας όλα τα βλέμματα που έπεφταν επάνω του.
Όλοι αποζητούσαν τη ματιά του, σκορπούσε ζωντάνια και καθαρό αέρα γύρω του, γινόταν η αιτία για να ανελκύουν οι άλλοι τα ναυάγια της ζωής τους, να παίρνουν κουράγιο από το σφρίγος του. Σπινθηροβολούσε αυθεντικότητα, οι συγκρίσεις μαζί του πονούσαν, γιατί το δικό τους έλλειμμα μεγάλωνε με όσα εκείνος απολάμβανε, κι αυτό δεν έχει να κάνει με πλούτο ή υλικά αγαθά. Εμβόλιζε κάθε φορά τα βλέμματα σαν ένα ηδυπαθές φωτόσωμα, που αντικατοπτρίζει την επέκταση της ύπαρξής του. Δημιουργούσε αναστάτωση και συνωστισμό όπου κι αν περνούσε. Όταν ένοιωθε αυτάρκης, σπάνιο γι αυτόν, υπήρχε παντού αλλά και πουθενά, γινόταν απρόσιτος, επικός, απόμακρος αλλά μέσα του παρέμενε πάντοτε ένα παιδί. Απολάμβανε την προσοχή των άλλων, αλλά έδινε την ευκαιρία για να τον πλησιάσουν μόνο σε αγγέλους και ξωτικά μιας άλλης διάστασης, ενός άλλου κόσμου.
Κάθε φορά που φεύγαμε απ’ το σπίτι του, η μάνα του τον σταύρωνε. Ήταν εκείνη που όταν πλενόταν ολόγυμνος μ’ ένα λάστιχο της βρύσης στην αυλή του σπιτιού τους, με παρακινούσε να προσέξω τα κάλλη του, τις τέλειες καμπύλες του, τους μύες και τις γραμμές στο γρανιτένιο του κορμί, αδιαφορώντας για τη ντροπή μου. Η μητέρα του τον λάτρευε και τον αντιμετώπιζε σαν μικρό παιδί, λες και καθόλου δεν είχε μεγαλώσει. Του σαπούνιζε την πλάτη, με κανακέματα και πολλά πειράγματα. Η κυρία Αργυρώ ήταν μάνα μανάδων, ποτέ δεν αρνήθηκε να συνδράμει σε οποιοδήποτε πρόβλημα ζητούσαν τη βοήθειά της. Όλοι τη λατρεύαμε για την καλοσύνη της, την μεγαλοψυχία της και τα γέλια που προκαλούσε όταν αυτοσαρκαζόταν για τα πάχη της.
Κατηφορίζαμε προς το λιμάνι, προηγουμένως στην Πλατεία Λιονταριών είχε σκορπίσει πολλά χαμόγελα, χαιρετισμούς με λαϊκές νουθεσίες για καλή ζωή, υγεία και γυναίκες. Στο δρόμο προκαλούσα διάφορες συζητήσεις, διψούσα να μάθω, να εντρυφήσω στην ελευθερία του, σε όλα εκείνα που εμένα με κατέτρωγαν, ενώ εκείνος με τα ίδια ευωδίαζε ζωή, ζωή χαρισάμενη, ζωή δίχως ηθικόλογες καθυστερήσεις.
Μου είπε ότι κανόνισε συνάντηση στον Κούλε με την κοπέλα του καταστήματος, και στο ίδιο μέρος θα κάναμε μπάνιο. Αντέδρασα επειδή δεν φορούσαμε τα μαγιό μας. Τότε ο Μιχάλης γύρισε μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο και μου είπε:
«Τι χολοσκάς; Θα κάνουμε γυμνοί, όσο για πετσέτες, ας είναι καλά το αεράκι και ο ήλιος. Μήπως διαφωνείς;», γύρισε και με ρώτησε, γνωρίζοντας από πριν την αντίδρασή μου.
Έδειξα ότι δυσφορούσα λιγάκι κι εκείνος τότε, βρήκε την αφορμή να μου επιτεθεί με φιλοσοφική διάθεση.
«Μανώλη, η πράξη έχει σημασία. Από θεωρίες έχω μπουχτίσει», είπε κι αμέσως συνέχισε:
«Κοίτα τη θάλασσα, είναι εδώ δίπλα μας. Απλώνεις το χέρι σου και σε βάφει με το χρώμα της, σου δίνεται, σε χαϊδεύει σαν γυναίκα, σε δροσίζει με το κυματιστό αγκάλιασμά της. Οι θεωρητικοί της ζωής, κατά βάθος, είναι ανάπηροι. Έχουν λιγότερο ανεπτυγμένες αισθήσεις από τους άλλους, τους καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου και της περιπέτειας. Ανήκω στους δεύτερους κι εσύ, χωρίς να το έχεις ακόμη καταλάβει, είσαι μαζί μας, αλλά θέλεις κάποιο χρονικό διάστημα για να σου γίνει τούτο πάθος και ανάγκη, για ν’ αρχίσεις σιγά-σιγά να πετάς τη σαβούρα από πάνω σου. Σε έχουν φορτώσει με άχρηστα «πρέπει» και άρρωστα διλήμματα. Σίγουρα οι δικές μου αισθήσεις εισπράττουν περισσότερη ενέργεια και ηδονή, επειδή βουλιάζω μέσα τους και αφήνομαι να με παρασύρουν, δεν υπολογίζω το ρίσκο. Ακόμα και στο γλέντι παρατηρώ πόσο συντηρητικός είσαι, δεν ζεις το τώρα, αλλά σκέπτεσαι το μετά και χάνεις όλη τη μαγεία της συντροφικότητας. Πανάθεμά σε, είσαι μόλις δεκαοκτώ χρονών και όταν σε πρωτογνώρισα, νόμιζα ότι είχες κιόλας αποστρατευθεί. Τι στο καλό γυρεύεις, σου λείπει τίποτα; Είσαι παλικάρι όμορφο, διαβασμένο κι έξυπνο, κοίταξε διαφορετικά τα πράγματα, γίνε ο εαυτός σου κι όχι αυτό που θέλουν οι άλλοι».
Σταμάτησε μια στιγμή, με κοίταξε σα να περίμενε μια απάντηση, αλλά πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, με ρώτησε:
«Ποιος φοράει το σώμα σου Μανώλη; Είσαι εσύ ή κάποιος άλλος, για σκέψου λιγάκι. Αν υπήρχε μονάδα μέτρησης για όλες τις εντάσεις της καθημερινότητας θα μαθαίναμε τι φτωχή σοδειά απολαύσεων θερίζεις από κάθε τι γύρω σου. Γιατί αυτό που επισκιάζει τη χαρά σου είναι ο φόβος σου για το άγνωστο, ενώ εμένα, ο ίδιος ακριβώς φόβος, με συναρπάζει». Και συνέχισε βγάζοντας φωτιές απ’ τα μάτια του:
«Ο κόσμος είναι ένας παραδεισένιος κήπος με άνθη και εξωτικά φρούτα κι εγώ τα απολαμβάνω. Φαντάσου να κατέβαιναν τίποτα εξωγήινοι και να δοκίμαζαν τα σταφύλια, που δόξα τω Θεώ, τα έχουμε μπόλικα στην Κρήτη, πόσο θα ευφραίνονταν οι καρδιές τους; Με τον ίδιο τρόπο τα απολαμβάνω κι εγώ, σα να ’ναι για όλα η πρώτη φορά. Αυτή είναι, λοιπόν, η διαφορά μας φίλε, με την ίδια λογική, στο λέω αλήθεια, απολαμβάνω τις γυναίκες, το γλέντι και τη θάλασσα που, όπως ξέρεις, είναι η παντοτινή μου αγάπη, μέχρι να πεθάνω».
Αυτός μιλούσε κι εγώ έβλεπα να αναδύονται οι ερινύες της θάλασσας και της ψυχής μου και να μου επιτίθενται προσπαθώντας να με κατασπαράξουν. Τα πιτσιλίσματα των κυμάτων πάνω στους βράχους γίνονταν διάφανες σταγόνες δακρύων συμπόρευσης κι αλληλοκατανόησης. Το ιώδιο της θάλασσας λειτουργούσε θεραπευτικά επάνω μου. Το απέραντο γαλάζιο, με τους φίλους μας τους γλάρους, βοήθησαν να λησμονήσω τη λύπη μου κι ανέλαβαν να διευθετήσουν την μεταξύ μας αντιπαλότητα.
Αυθόρμητα ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου, σημάδι ανακωχής και με ρώτησε:
«Φίλοι»;
«Φίλοι» του απάντησα.
Η ένταση των προηγούμενων λεπτών εξανεμίστηκε και τη θέση της πήρε η ηρεμία και μια υπόσχεση προς τον εαυτό μου. Έπρεπε το σώμα μου να το φοράω μόνο εγώ. Αλλά τον εαυτό μου που θα τον έβρισκα; Επιτέλους όλη αυτή η σκέψη μου πρόσφερε άφθονο γέλιο, γελούσα μ’ εμένα, γελούσε μαζί κι ο Μιχάλης χωρίς να καταλαβαίνει. Αυτό όμως, τον έκανε πιο αυθεντικό και πιο φίλο.
Ένας κόμπος τώρα στο λαιμό μου αλλιώτικος, πρωτόγνωρα γλυκός, ξεχείλιζε στο στόμα μου, δημιουργώντας μιαν απροσδιόριστη ευθυμία. Όλα τριγύρω φαντάζουν ανέγγιχτα και πρωτόγονα. Τα γαλάζια πέπλα της θάλασσας με τις δαντέλες των αφρών παίζουν το παιχνίδι της παλίρροιας με την άμπωτη, συμμετέχοντας μαγευτικά στο τελετουργικό της προσέγγισης δύο ανθρώπων που δεν έκαναν ως τώρα τίποτε άλλο, απ’ το να βρίσκονται διαρκώς σε έναν αγώνα διελκυστίνδας μεταξύ τους, προσπαθώντας ο ένας να παρασύρει τον άλλο προς το μέρος του, στα πιστεύω του, στο δικό του κόσμο. Ζούσαμε το μεγαλείο της φιλίας μέσα από εκείνη την αντιπαράθεση που δημιουργεί κίνηση, αυτογνωσία και βιώματα ανεπανάληπτων εμπειριών.
Ήταν κιόλας ημίγυμνος με το πουκάμισό του κουβάρι στο χέρι του, μελίχρυσος, χειμώνα καλοκαίρι, με τα βλέμματα των επισκεπτών του Κούλε, σαν μέλισσες, να του επιφέρουν τσιμπήματα φιλαρέσκειας. Τα πέτρινα τείχη του πύργου και το άλκιμο της νιότης του, έκαναν έναν συνδυασμό ιδανικό για την παλέτα της φαντασίας. Με την δική μου σουρεαλιστική πινελιά δημιουργούσα τον κόσμο της αφαίρεσης. Οι ακτίνες του ήλιου με τις αντανακλάσεις τους έπαιζαν καλειδοσκοπικά με τη φαντασία μου. Όλοι οι κατακτητές, οι κουρσάροι και οι γηγενείς όλων των αιώνων, ρέμβαζαν μεταμορφωμένοι με τις φωτογραφικές τους μηχανές σε τουρίστες.
Πετάει στα βράχια το λευκό του πουκάμισο, μετά βγάζει τα σανδάλια του και έπειτα το λινό παντελόνι με το εσώρουχο και μένει ολόγυμνος, ισορροπώντας με τη σβελτάδα του αίγαγρου στις κοφτερές επιφάνειες της πέτρας. Οι βράχοι τού αποδίδουν τιμές, παίρνοντας αυτοί το σχήμα των πελμάτων του. Σαν ακροβάτης πηδά από βράχο σε βράχο χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο, με ελαφίσια μεγαλοπρέπεια. Την κατάλληλη στιγμή κάνει ένα μακροβούτι και χάνεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, σαν μύστης στο βασίλειό του, τον βυθό, σε μια μυστική συνάντηση με τ’ αδέλφια του, τους Τρίτωνες. Αχθοφόρος των εποχών, χτίζει συνέχεια την ονειροπολιτεία του, δίχως να αλλοιώνει με την φαντασία του τα φυσικά σύνορα του υγρού στοιχείου με τη στεριά. Μετά από λίγο, αναδύει σε απόσταση από την ακτή την πληρότητα της αθωότητάς του. Επιπλέει μαζί της με το χαμόγελο της επάρκειας, νιώθοντας την ευμένεια του θεού Ποσειδώνα.
«Πέσε, γιατί καθυστερείς;» με παροτρύνει.
Ρίχνω τις τελευταίες ματιές τριγύρω, βγάζω τα ρούχα μου και προσπαθώντας να ανιχνεύσω το βάθος του νερού, βρίσκω το κατάλληλο σημείο και βουτάω. Συνηθισμένος στα πειράγματά του και στη διάθεσή του για αγώνα αντοχής, προετοιμάζομαι με βαθιές εισπνοές να αντεπεξέλθω στα παιχνίδια του, ενώ την ίδια στιγμή εκείνος, βίαια, με βουλιάζει. Ξεγλιστρώντας, του ανταποδίδω τα βουλιάγματα και εκείνος μετά από λίγο προσποιούμενος ότι παραδίνεται, επανέρχεται δριμύτερος και μου επιτίθεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, τραβώντας με από τα πόδια. Αυτό θα επαναληφθεί αρκετές φορές στις επαφές μας με το υγρό στοιχείο.
Αργότερα εξαντλημένοι, αφηνόμαστε να επιπλέουμε σαν άψυχα σώματα. Εκείνος, αφού ξεκουράστηκε, άρχισε να χορεύει στο νερό σαν παιδί, σε κυκλικές κινήσεις ερωτευμένου ειδώλου, με συντροφιά τη δίνη που δημιουργούσε ο ίδιος. Με βουτιές και αναδύσεις, σαν δελφίνι, προκαλεί το χρόνο να συγκρουστεί μαζί του, σα να περιμένει να τον χρίσει ατρόμητο και να του υποσχεθεί το τρόπαιο της τέλειας συνεργασίας τους. Θαρρείς στο βάθος της ψυχής του πως γυρεύει την αθανασία και τα μυστικά της περάσματα. Μαζί του οι ανταύγειες στον ελαφρύ κυματισμό του νερού παίζουν θαλασσοκαθάψια στη ράχη των κυμάτων. Είναι τα κινούμενα λαμπιόνια της ημέρας, η σκηνή της αληθινής παράστασής του με ερωμένη τη θάλασσα. Η ψευδαίσθηση στη γαλάζια οθόνη τον μεταλλάζει σε Γρυπολέοντα και σε δεινό τοξοβόλο του Μίνωα.
Στις στιγμές της ανάπαυλας συμμετέχω κι εγώ με κατάνυξη στο τελετουργικό του απόπλου των ονείρων μας, μέχρι απέναντι στο νησί του Δία. Από εκεί θα μας επιστραφούν αργότερα πραγματοποιώντας όλες τις επιθυμίες μας, δώρα της αρμονίας του γεννήτορα της ελληνικής φυλής και η καθαρότητα των προορισμών μας λαμποκοπά ήδη στα μάτια μας.
Όταν έβγαινε απ’ το νερό, προτιμούσε πάντα το ίδιο σημείο. Υπήρχε μια ψηφιδωτή πέτρα, αναδειγμένη απ’ τους αιώνες, από τις τρικυμίες και τις επιβουλεύσεις των κατακτητών, σε σχήμα θρόνου. Εκεί όρθιος αγνάντευε για λίγο τον ορίζοντα σαν να βρισκόταν σε εξέλιξη μπροστά του μια ναυμαχία με τριήρεις και έπρεπε ανά πάσα στιγμή να επέμβει με τους πολεμιστές της ξηράς.
Σε λίγο έκανε την εμφάνισή του το κορίτσι του καταστήματος, με ευρύχωρα ανοιχτόχρωμα ρούχα, δίχως την προσποίηση και το ύφος της κοπέλας που πριν λίγο είχαμε γνωρίσει. Μας χαιρέτησε κι έτσι απλά, γδύθηκε κι έπεσε στο νερό.
Τις γυναίκες ο Μιχάλης τις γευόταν σταγόνα-σταγόνα. Και συχνά μου έλεγε, «η καρδιά του αρσενικού είναι ο τόπος για να αναπτυχθεί η ίδια η ζωή, δηλαδή η γυναίκα που γεννάει το θαύμα του αναγνωρίσιμου χρόνου, το θαύμα της ύπαρξης».
Γυρίζει και κοιτάζει τον ήλιο, χαμογελάει στο φως και συνεχίζει ν’ αναχωρεί για το όνειρο. Σφυρίζει μια μελωδία σε έναν αυτοσχεδιασμό στιγμιαίας έμπνευσης κι απότομα γλιστράει μες στο νερό. Είναι το ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού. Εκείνη τον περιμένει με έκδηλη αγωνία.
Το πρώτο φιλί δεν αργεί να έρθει. Τα χέρια αόρατου νερογλύπτη εμφανίζουν το χορικό των αισθήσεων, με τα κορμιά τους να πάλλονται από την άνωση της έξαψης. Το μεταξένιο της κορμί ξεδιπλώνει ένα-ένα τα μυστικά του. Εκείνος σηκώνει όλο το βάρος της στην αγκαλιά του κάνοντάς την να νοιώθει σαν ανθάκι παρασυρμένο απ’ το νοτιά. Την οδηγεί στο άγνωστο, δεν το καταλαβαίνει, την κατευθύνει απαλά το ένστικτό της. Στο όνειρο δεν υπάρχουν οδηγίες πλοήγησης, αφήνεσαι και σε πηγαίνει όπου θέλει. Εγώ όμως ήξερα. Πιο πέρα βρίσκεται η μυστική κρυψώνα του, μια φυσική κάμαρα από βραχώδεις σχηματισμούς, όπου συνηθίζει να συνουσιάζεται με τον ήχο των κυμάτων που λάμπρυναν μυστικά τη συνεύρεση. Τα απαλά κύματα ξιφομαχούσαν μαζί τους, μα αντί για πόνο, τους γέμιζαν ηδονική αναστάτωση. Τους είχαν κατατροπώσει παρασύροντάς τους κι εκείνοι έδιναν πύρινα φιλιά στη δίψα του καλοκαιριού.
Περιδιάβαινα σε μια αναμονή ηθελημένης απραξίας επάνω στα βράχια, προσπαθώντας να ερμηνεύσω τον εαυτό μου. Είχα, λοιπόν, δύο εξηγήσεις: είτε μαθήτευα μαζί του και μοιραία θα μεταβαλλόμουν αργότερα σ’ ένα αντίγραφό του, είτε θα συνέχιζα να καταγράφω το χαρακτήρα του, με σκοπό υποσυνείδητα να τον υποσκάψω και στη συνέχεια, να τον απορρίψω. Ντρεπόμουν για τις δαιδαλώδεις δικαιολογίες μου, ίσως έβγαινε στην επιφάνεια ο πραγματικός μου εαυτός, δηλαδή ο κίβδηλος με γράμματα κεφαλαία, σκεφτόμουν.
Χωρίς να το σκεφθώ, βρέθηκα στο νερό, μέσα μου αναζητούσα τις απαντήσεις, μα αυτές όλο γεννούσαν κι άλλες. Ό,τι με κατέτρωγε, με οδήγησε αθόρυβα στην κρυψώνα του. Έπρεπε να συνεχίσω τη μαθητεία μου, να κλείσω τον κύκλο της αοριστίας μου, να κοιτάξω τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής μου, δίχως παρωπίδες.
Κατάλαβαν ότι τους παρακολουθούσα και δεν έκαναν το παραμικρό για να με αποτρέψουν. Μπροστά μου ξετυλίγονταν σκηνές που θα ανέτρεπαν τα πάντα γύρω μου. Η όραση μου με μικρές εκλάμψεις, απομαγεύει τον κόσμο και αμέσως  ξανά τον μαγεύει. Ένα καμβά με αληθινά κεντίδια εν κινήσει φανερώνουν οι στιγμές. Η ίδια η ζωή γεννούσε κι άλλη ζωή στη μήτρα του χρόνου. Οι ανάσες μου κραυγές αποδημητικού πουλιού, που εγκαταλείπει το μεταναστευτικό του ταξίδι, ανίκανο να συνεχίσει. Στα χέρια του η γυναίκα τρόπαιο σπαρταράει από πόνο και ηδονή. Προσπαθώντας να αποφύγει τις προεξοχές του βράχου που καρφώνουν το κορμί της, γαντζώνεται περισσότερο πάνω του κι αφήνεται να της ξεσχίζει το κορμί και την ύπαρξή της ολόκληρη. Οι γλουτοί τους στραφταλίζουν με τους κρυστάλλους του αλατιού στα σώματά τους και οι σταγόνες του ιδρώτα τους χαράζουν δρομολόγια νέων εμπειριών.
Θέλω να δαγκώσω το μήλο της αλήθειας, θέλω να αφεθώ στους ανέμους της φθοράς. Τα πέταλα της απραξίας μου πέφτουν ένα-ένα στην επιφάνεια του μέγιστου πόθου. Στο μίσχο του σώματός μου ξεμυτίζουν καινούργια μπουμπούκια που βιάζονται να σκορπίσουν το άρωμά τους. Από το υπογάστριό μου χύνεται λάβα δεκαοχτάχρονη που κατακαίει την ήβη μου. Οι δεκαοχτώ εαυτοί μου αλληλοσπαράζονται ποίος θα επικρατήσει. Στο σάλιο μου κοχλάζουν τα ανεκπλήρωτα αναδρομικά των αισθήσεων. Οι τυφλοβδομάδες μου, ναυάγια τριγύρω μου, με το παρελθόν να ψυχορραγεί στο πλατάγιασμα των κυμάτων. Παροπλισμένο σκαρί το σώμα μου ανεμίζει θάνατο, ζωή και λαχτάρα. Πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι. Με τη σβελτάδα του αίλουρου ορμώ καταπάνω τους σπρώχνοντας το φίλο μου, εκείνος με αδερφικό κοίταγμα παραμερίζει και αφήνει το κορμί της ελεύθερο να σπαρταράει σαν ψάρι στα βράχια. Χωρίς καμιά προσπάθεια αντίστασης από μέρους της, μπαίνω μέσα της ρουφώντας όλο το ιώδιο της θάλασσας. Ο χρόνος μου για πρώτη φορά αποκτά ρυθμό, τα βογκητά μου ηχόχρωμα και η ανάσα μου προσωδία. Η δίψα μου εξατμίζεται στα χείλη της και στη συνέχεια ο ατμός της ανεβαίνει στις σχισμές των βράχων μεταμορφωμένος σε αγγέλους δροσουλίτες, σε στιγμές της περιπλάνησής τους στους τόπους των θνητών.
«Τρύγησε τους, ρούφηξε τους χυμούς της καμάρι μου, μη σταματάς» ψέλλιζε ο Μιχάλης και συνεχίζει:
«Μη σταματάς αντράκι μου μέχρι να σπαταλήσεις και την τελευταία σταγόνα απ’ το μεδούλι σου»!
Λέξεις βαρκάκια που παρασύρονται απ’ το κύμα. Το θαλασσινό δωμάτιο γίνεται η φάτνη της νεογέννητης ύπαρξής μου. Η εύπλαστη ηλικία μου αποθησαυρίζει τις στιγμές σε ηδονή και πληρότητα. Ο άντρας μέσα μου εξορμά στη Γη της Επαγγελίας.
Χάνομαι στο χρόνο και στο χώρο, γίνομαι κύτταρο σε μια αρχέγονη λίμνη, που προσπαθεί να διανύσει τα πρώτα σκιρτήματα υποψίας για ζωή. Όλα γύρω μου εξαφανίζονται, χείμαρροι ανθοφορίας με λούζουν, πλημμύρα με παρασύρει σε τόπους παράξενους, βουλιάζω σε θαλασσόκηπους με κρίνα των κοραλλιών. Είμαι ένα αστεροειδές, απομεινάρι της μεγάλης έκρηξης στο βυθό του πελάγους, που αποζητάει το Σύμπαν του. Η θάλασσα ευωδιάζει γιασεμί και αγιόκλημα και αποκαμωμένους μας εκβάλλει στην ακτή του ονείρου…
Σε λίγο βρεθήκαμε στο νερό να παίζουμε σαν μικρά παιδιά και δεν υπήρχε ίχνος ενοχής στις καρδιές μας, μετά από αυτή τη γλυκιά συνομωσία. Ήμασταν οι ονειροδύτες του πελάγους, οι ταξιδιώτες των αισθήσεων. Με τέσσερις-πέντε απλωτές κολυμπήσαμε μέχρι το σημείο που είχαμε αφήσει τα ρούχα μας, ένα ξαφνικό μπουρίνι τα είχε κάνει μούσκεμα. Ευτυχώς τα τσιγάρα ήταν στεγνά. Ανάψαμε ο καθένας από ένα και με βαθιές ρουφηξιές ταξιδεύαμε με τις φτερούγες του Έρωτα, ανάλαφροι σαν τους φίλους μας τους γλάρους. Ο Μιχάλης σηκώθηκε με το τσιγάρο στο στόμα και φόρεσε το βρεγμένο παντελόνι του χωρίς εσώρουχο.
«Πηγαίνω ως την αρχή του μόλου, ως τον πλανόδιο μανάβη, κι έρχομαι αμέσως», μας εξήγησε.
Απομακρύνθηκε ξυπόλυτος μ’ εκείνο το περπάτημα του αιθεροβάμονα και συγχρόνως το σίγουρο για τη διαδρομή που ήθελε να ακολουθήσει. Οι περαστικοί δεν έχαναν ευκαιρία να θαυμάζουν το στιβαρό άνδρα με το αγαλματένιο κορμί, που περνούσε απόκοσμος δίπλα τους. Κατάφερνε με τα μαχητικά αντανακλαστικά του να είναι αιθέριος, απλός, ήρωας μιας παιδικής φαντασίας. Μέσα στους συλλογισμούς μου άκουσα τη φίλη μας να μου λέει αναπάντεχα:
« Είσαι όμορφος».
Γέλασα ξαφνιασμένος.
«Σ’ ευχαριστώ», απάντησα, πιστεύω όμως ότι είμαι ένας μάλλον συνηθισμένος άνθρωπος».
Την αποθάρρυνα κι αυτό έγινε αντιληπτό από την έκφρασή της. Λίγο μεγαλύτερη από μένα, περίμενε μια ανταπόκριση και γι’ αυτό έπαιρνε δειλά-δειλά την πρωτοβουλία να με κάνει να νοιώσω πιο άνετα. Ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα στο σώμα μου, με λίγο σφίξιμο στο στομάχι, μ’ έσπρωξαν ευχάριστα στην αγκαλιά της. Το αψεγάδιαστο κορμί της δεχόταν τα χάδια μου με ανακούφιση. Εκείνη ανταπέδιδε μητρικά. Έκλεισε τα μάτια και το θαλασσινό αεράκι της έπαιρνε τα καστανόξανθα μαλλιά της, μας είχε κυριεύσει η μέθεξη της συγκατοίκησης εκτός των τειχών, εκτός των ορίων της συνήθειας, στα βράχια με τους γλάρους, στα βράχια της επίγνωσης. Στα δεκαοχτώ μου χρόνια ήταν η πρώτη γυναίκα που εμφανιζόταν στη ζωή μου.
«Είσαι καλό παιδί», ψιθύρισε στ’ αυτί μου. «Αλήθεια, πως σε λένε;»
«Μανώλη», αποκρίθηκα. «Κι εσένα;»
«Μαριώ», μου απάντησε και σωπάσαμε.
Με μια μικρή καθυστέρηση ολίγων μηνών από την ενηλικίωσή μου, έπαιρνα το ωραιότερο δώρο της ζωής μου μέχρι τώρα. Μπορεί στη συμπεριφορά της να είχε επιδράσει η γλυκιά εξάντληση της μικρής μας περιπέτειας, μπορεί να ήταν και οι χαλαρές αντιστάσεις του καλοκαιριού, όμως αυτό δεν με πείραζε. Απολάμβανα τη στιγμή με την καρδιά μου και σώπαινα, σώπαινε κι εκείνη.
Σε λίγο φάνηκε κι ο Μιχάλης κρατώντας στη μασχάλη τού ενός χεριού του μια φρατζόλα ψωμί και στο άλλο μια πλαστική σακούλα με κάτι βαρύ. Απόθεσε στο βράχο το ψωμί και έβγαλε απ’ τη σακούλα ένα καρπούζι, λεμόνια, ένα μάτσο σταμναγκάθι και ένα μπουκάλι χύμα κρασί.
«Είναι όλα δώρα των φίλων μου, των ψαράδων» μας είπε. Και συνέχισε:
«Με φώναξαν απ’ το ουζερί απέναντι, ήπια μια τσικουδιά που με κέρασαν, ήθελαν να με κρατήσουν, τους είπα ότι έχω παρέα, και με άφησαν να φύγω αφού προηγουμένως με φορτώσανε με δώρα. Θα σας κάνω το τραπέζι, αλλά μη βιάζεστε, γιατί κάτι μας λείπει ακόμα».
Έβγαλε πάλι το παντελόνι, αφού προηγουμένως πήρε ένα σουγιά απ’ την κωλότσεπη, και βούτηξε στη θάλασσα ψηλαφώντας τις κοιλότητες των βράχων. Έψαχνε για τη λεία του που δεν ήταν άλλη από αχινούς. Ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου για κείνον να κολυμπάει με τέτοια άνεση, λες κι ήταν ο άνθρωπος δελφίνι, με πνευμόνια του νερού και του αέρα.
Μια πινελιά πουλιών στον ουρανό, μου έφερε μια νοσταλγία, μια μικρή αναστάτωση. Ο Μιχάλης, αν και μέσα στο νερό, το αντιλήφθηκε αμέσως και με κίνηση χορευτή ακούμπησε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς και με κοίταξε επίμονα, ποτέ δεν κατάλαβα τη χειρονομία του αυτή και ούτε ποτέ τον ρώτησα.
Η Μαριώ αγνάντευε τη γραμμή του ορίζοντα, τα διαβατάρικα καράβια ξυπνούσαν στις μύχιες σκέψεις μας σχέδια για μελλοντικές φευγάλες, για τα αχαρτογράφητα ταξίδια των ονείρων μας. Την κοίταζα και έπλεαν στο σάλιο μου γεύσεις αλλιώτικες και παράξενες, έγλυφα τα χείλη μου, μα αυτές δυνάμωναν, με έπνιγαν ως τα κατάβαθα της ψυχής μου, με την τόση επιμονή τους. Η θάλασσα είχε εντελώς ηρεμήσει, μα μέσα μου ξυπνούσε τρικυμία.
«Ανάθεμά με, τι φταίει κι όλο μέσα μου χαλιέμαι;», συλλογιζόμουν. Μ’ ένα απόσταγμα λύπης βάφονταν οι σκέψεις μου και η αντανάκλασή τους στο πρόσωπό μου Ήταν σαν απολιθωμένα σύννεφα στον καταγάλανο ουρανό.
«Πιες», μου πρόσφερε το μπουκάλι με το κρασί ο φίλος μου.
Κατέβασα μερικές μεγάλες γουλιές. Μετά το πρόσφερα στη Μαριώ. Η Μαριώ ίσα που δρόσισε τα χείλη της. Ο Μιχάλης κατέβασε κι αυτός με τη σειρά του αρκετές γουλιές κι άρχισε ν’ ανοίγει έναν-έναν τους αχινούς, να βάζει λεμόνι και να μας τους προσφέρει. Έπλυνε το σταμναγκάθι στο κύμα και μας το μοίρασε για σαλατικό. Έκοψε τρία κομμάτια το ψωμί και μας ζήτησε να ευχαριστήσουμε τη φύση για τα αγαθά που μας χαρίζει.
«Αυτά τα ζωντανά, οι αχινοί, είναι παιδιά της θάλασσας που όταν τα τρώμε, συνεχίζουμε να συνθέτουμε την αλυσίδα της ζωής. Είναι ο μαγικός κύκλος της μετουσίωσης, η φυσική ανακύκλωση του κόσμου. Αυτά τα ζωντανά θυσιάζονται για μας, για να γίνουν αργότερα κύτταρά μας και να μας χαρίσουν κομμάτια της πεμπτουσίας της γενεσιουργού κίνησης τού όλου. Συμμετέχουν με τη θυσία τους στην αντίληψη και στη νοησιαρχία μας μέσω της τροφής. Ξαναλέω, ξαναλέω, με τη θυσία τους», επανέλαβε δυνατότερα ο Μιχάλης.
Δεν περίμενα αυτή του την ανάλυση. Για να πούμε την αλήθεια, ξαφνιάστηκα. Αυτός ο άνθρωπος έκρυβε πολλά μέσα του, που ποτέ δεν θα μπορούσα να τα μάθω όλα. Αργά αλλά σταθερά αισθανόμουν αυτή την ενδόμυχη πρόθεσή να συνυπάρξω μαζί του. Είναι μια διάθεση για συνταιριασμό, κάτι σαν άσκηση επικοινωνίας, θαρρείς να ψάχνουμε μαζί τους νέους οδοδείκτες μιας κοινής διαδρομής. Η μύησή μου σε έναν άλλο τρόπο σκέψης πραγματωνόταν, ένοιωθα να αυτοαναιρούμαι, να αλλάζω και αυτό ήταν επώδυνο.
Αρχίσαμε να τρώμε σιωπηλά, με πολλή ευχαρίστηση. Θυμάμαι πως όταν φθάσαμε εδώ, τα νερά, όπως τώρα, ήταν πεντακάθαρα και επειδή είμαι παρατηρητικός, δεν είδα κανέναν αχινό τριγύρω. Μάλλον αποφάσισαν σε ομαδική μετανάστευση προς το μέρος μας, σκέφτηκα, με σκοπό να προσφερθούν για χάρη του, να θυσιαστούν, όπως μας εξήγησε· λες και ξαφνικά τους γέννησαν τα βράχια σαν μεγάλες τελείες της ζωής μας, που προμήνυαν καινούργιους σταθμούς και μια άλλη περίοδο αφύπνισης και μετασχηματισμών. Ζω σ’ έναν πόλεμο αμφισβητήσεων και αντιπαραθέσεων με εσωτερικές διεργασίες, οι νέοι της ηλικίας μου αφήνονται στο παιχνίδι του εδώ και τώρα, κι εγώ αναλύω το κάθε τι και το εξατομικεύω. Σκηνοθετώ τις διαδρομές μου από πριν, βγάζω το αποτέλεσμα σε άυλο προσομοιωτή και πάντα αναρωτιέμαι αν αυτό είναι ατολμία ή λογική, υπαρξιακό κενό ή πρόοδος. Πάντως η ερωτική περιπέτεια ήταν ενστικτώδης, ήταν μια εξαίρεση στον κανόνα. Κανονικά, αρνούμαι την κληρωτίδα της τύχης, θέλω να κατευθύνω εγώ τη ζωή μου και δεν μπορώ ακόμη, ούτε αντέχω την κληρονομικότητα στο ανθρώπινο είδος, ειδικά όταν οι δικοί μου επαίρονται για το αντίγραφό τους.
«Τον Μανώλη, τον αρμενίζει η ρέμβη στα κύματα, σαν παροπλισμένο καράβι που δοκιμάζει την εύνοια των θεών, στο αέναο ταξίδι της επιστροφής στον μύθο, στη χώρα της ουτοπίας», ακούστηκε να λέει ο Μιχάλης πειραχτικά.
Η Μαριώ ανασηκώθηκε ψάχνοντας ευκαιρία για συζήτηση.
«Μιχάλη τι δουλειά κάνεις ;»
« Όλες τις εργασίες εκτός από την μίσθαρνη».
«Τι είναι η μίσθαρνη;», ρωτάει με έκδηλη περιέργεια η Μαριώ.
Ο Μιχάλης κι εγώ ξεσπάμε σε γέλια, θέλοντας υποσυνείδητα να εξοστρακίσουμε την σοβαρή έκφραση της Μαριώς.
«Είναι εργασία με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος, χωρίς ηθική, εν ολίγοις η δουλειά που δεν σ’ αρέσει, αλλά αναγκάζεσαι από τις περιστάσεις να την κάνεις», απαντά ο Μιχάλης.
Η Μαριώ μετά απ’ αυτό αποσύρθηκε στη σιωπή της κεραυνοβολημένη. Οι μαρμαρυγές από τα φινιστρίνια των πλοίων που αναχωρούσαν από το λιμάνι χόρευαν με τα κύματα και τα φτερουγίσματα των γλάρων σαν μαντήλια αποχαιρετισμών, όταν ο Μιχάλης άρχισε να μοιράζει σε φέτες το καρπούζι συμβάλλοντας στην αρμονία των αποχρώσεων του δειλινού.
Η Μαριώ φανέρωνε τώρα έναν άλλο εαυτό, αλλιώτικο από το χώρο της εργασίας της. Απλοϊκή, χωρίς τη μάσκα της δουλειάς της, έλαμπε ολόκληρη, αφήνοντας όλα τα κάλλη της ελεύθερα να πλατσουρίζουν ακριβώς όπως τα πόδια της μες στο νερό. Έδειχνε πλέον αποφασισμένη να σπάσει το καλούπι της συνήθειας, να υπερβεί τα όριά της. Μήπως το ίδιο δεν έκανα κι εγώ; Μέσα από την ηρεμία της, κι από κάποιες συσπάσεις του προσώπου της, διαφαίνονταν κάπου-κάπου τα κονταροχτυπήματα όσων συνέβαιναν στο έρεβος της ύπαρξής της. Ανακάλυπτε για πρώτη φορά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει, τον τρόπο να συνδιαλέγεται με τη ρέουσα σύνθεση των πραγμάτων που την αφορούσαν. Ενώ περιμάζευε τα πράγματά της μια υποψία οδύνης σκίαζε το χαμόγελό της, μου έγνεψε με ένα αδιόρατο σινιάλο πως η ελευθερία είναι μια άγονη γραμμή στο πέρας του εαυτού μας και πρέπει να ’σαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις μόνος σου όλα τα εμπόδια που θα σου προκύψουν.
«Δαμάζεις τους φόβους σου», μου έλεγε δίχως μιλιά, «μόνο όταν βουλιάζεις στο ανέφικτο, όταν τρομάζεις με τα παράδοξα και δεν το βάζεις στα πόδια, όταν γίνεσαι πραμάτεια του έρωτα και αφήνεσαι να λεηλατηθείς απ’ το χρόνο». Έμοιαζε έτοιμη να ανατρέψει τα καθιερωμένα, το έβλεπα στα μάτια της. Κατάλαβα πως ήθελε να αποχαιρετιστούμε χωρίς υποσχέσεις, έτσι απλά και απέριττα, κι ας μην ξανασυναντιόμασταν ποτέ.
Φορέσαμε τα ρούχα μας, αφού προηγουμένως μαζέψαμε τα απορρίμματα και τα πετάξαμε στον πλησιέστερο κάδο του Δήμου. Ξεπροβοδίσαμε τη Μαριώ μερικά βήματα προς την έξοδο του μόλου με την ευχή να ξαναβρεθούμε σε μερικές μέρες, και πήραμε οι δυο μας αντίθετη κατεύθυνση προς το εσωτερικό του λιμανιού.
Ανεβήκαμε στο τρίτο επίπεδο του μόλου, γίναμε οι κινούμενες παραστάσεις στο γείσωμα του δειλινού, η ζωφόρος του λιμανιού μαζί με τα ξέγνοιαστα ζευγαράκια. Την εικόνα αυτή τη δημιουργούσε περισσότερο το παιχνίδι του Μιχάλη που αντιμαχόταν το ελαφρύ αεράκι, με το πουκάμισο στο χέρι, παίρνοντας και τις ανάλογες στάσεις. Του άρεσε να αυτοσχεδιάζει με τους αόρατους μαχητές των ονείρων του. Οι διαβάτες απολάμβαναν το θέαμα και εμείς ακροβατούσαμε στο στενό διάδρομο του προβόλου, σαν εθελοντές ονειροφύλακες της πόλης. Στην αμφιλύκη του τοπίου ο έρωτας εποφθαλμιούσε τα πρώτα θύματά του. Μια παρέα στην άκρη του μόλου μας καλούσε να συμμετάσχουμε στα προεόρτια της νύχτας. Για πρώτη φορά άκουσα το Μιχάλη να τραγουδά ριζίτικα και άλλα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης.
Ξαφνιάζοντάς τον, τραγούδησα κι εγώ:
«Εγείραν τα κλωνάρια μου
ωχ μικρό μελαχρινό
στη γη και μαραθήκαν...».
Ήταν, φαίνεται, λίγο επώδυνο γι’ αυτόν να με ακούει, γιατί του αναμόχλευσα κατά κάποιο τρόπο κάτι απ’ το παρελθόν του, έμοιαζε με βράχο που θρυμματιζόταν αργά και αυτό φαινόταν στο βλέμμα του.
Ένα παιδί της παρέας μοίραζε τσικουδιά σε πλαστικά ποτήρια και γέμιζε τις χούφτες μας με σταφίδες και στραγάλια. Ο Μιχάλης είχε ήδη ρίξει τα δίχτυα του σε μια λυγερόκορμη της παρέας. Δεν άργησα κι εγώ να αποκτήσω την πρώτη μου γνωριμία με το πιο συνεσταλμένο κορίτσι της συντροφιάς. Σε λίγο ήρθε και το πρώτο μας φιλί που θα ’μενε ανεξίτηλο για πάντα στη μνήμη μου.
Κάποια στιγμή, γυρνώντας προς την παραλία, παρατήρησα τον φωτισμένο Σταυρό στο καμπαναριό του Αγίου Φανουρίου. Προσπαθώντας να διώξω τους συνειρμούς των αντιπαραθέσεων του πραγματιστή εαυτού μου με τον μεταφυσικό, βούλιαζα όλο και περισσότερο μέσα σ’ αυτούς. Ο Θεός είχε μεταναστεύσει προ πολλού απ’ αυτούς τους χώρους, σκεφτόμουν κι ίσως να μην τους είχε επισκεφθεί και ποτέ. Γιατί ο Θεός ανακυκλώνεται και ερμηνεύεται με τις μεταπτώσεις της καρδιάς μας και αρκετές φορές φεύγει αφήνοντάς μας ολομόναχους. Ο Θεός ετεροπροσδιορίζεται από τα παιδιά του, δηλαδή εμάς, τα κύτταρά του. Ο Θεός δεν εξαρτάται από τους δικούς μας προορισμούς. Είναι μοχλός και κοχλίας της αμφίδρομης σχέσης μας. Είναι οι διενέξεις μας και οι συζητήσεις μας, οι έχθρες και οι φιλίες μας και το χάος της αυτογνωσίας μας. Ο ωκεανός στην τρικυμία των αισθήσεων, ο συνοδοιπόρος των ταξιδιών μας, είναι το ατέρμονο του λόγου, ο αργαλειός των ανέμων, η γύρη της διαιώνισης, το ασύνορο της επανάληψης. Ο Θεός είναι ο κύκλος ο άπειρος, με το κέντρο του παντού.
Ο Μιχάλης χάθηκε για λίγο πίσω από τους παράλληλους, από σκυρόδεμα, κυματοθραύστες με την καινούργια του κατάκτηση. Το απόβραδο μας βρήκε εξουθενωμένους να γυρνάμε πίσω, οι περισσότεροι είχαν μηχανές και ποδήλατα. Ένα ζευγάρι επέστρεφε αγκαλιασμένο, και με διάχυτη την επιθυμία της αργοπορίας. Ο έρωτας έχει τους δικούς του ρυθμούς και αυτοί το απεδείκνυαν. Ο επίλογος της κίνησης στο λιμάνι, μας έκανε να σταθούμε για λίγο. Ένα μεγάλο καΐκι τραβούσε καμιά δεκαριά βαρκούλες με τα πυροφάνια τους αναμμένα, προσφέροντας τον αντικατοπτρισμό της εικόνας των φλεγόμενων υδάτων. Σ’ ένα πετάρισμα της μνήμης οι Άραβες, οι Ενετοί, οι Τούρκοι, σ’ ατέλειωτη πομπή, επέστρεφαν να αποδώσουν τιμές μετάνοιας στην πόλη που τόσο πολύ τραυμάτισαν. Κι η πόλη στοργικά τους δεχόταν.
Μετά από αρκετή ώρα βρεθήκαμε στην πλατεία Λιονταριών να πίνουμε άφθονο νερό, προσπαθώντας να καταλαγιάσουμε τη δίψα μας. Ο Μιχάλης συνάντησε ένα γνωστό του, που προσφέρθηκε να τον μεταφέρει στο σπίτι του με το σαραβαλάκι του. Τον καληνύχτισα και επιβιβάσθηκα στο λεωφορείο με κατεύθυνση το δικό μου. Έπεσα στο κρεβάτι αρκετά κουρασμένος και άφησα τις σκέψεις μου να αναμηρυκάζουν τις υπερβάσεις που διέπραξα. Αποκοιμήθηκα μέσα σε όνειρα θαλασσινής περιπλάνησης. Βρέθηκα στο βασίλειο των ψαριών και των νεράιδων, παίζοντας αυλό καμωμένο από ένα τεράστιο κοχύλι που εκτόξευε ασημένιες φυσαλίδες. Ο ύπνος ανασκεύαζε το χρόνο ερήμην της πραγματικότητας αλλά με τη διάθλασή της, εκεί που ο άνθρωπος έχει και βράγχια, φτερά και περίσσευμα αγάπης.
                                         
                                                                                                                                                ...

Το πρωί ξύπνησα από το συρτό κάλεσμα του πλανόδιου ψαρά, ο νοτιάς άλλαζε τη συχνότητα της φωνής του κατά τη φορά του ανέμου. Ετοιμάστηκα και βγήκα στο μπαλκόνι, μ’ ένα φλιτζάνι αχνιστό μυρωδάτο καφέ. Η μάνα μου, φύλακας-φρουρός ως συνήθως, προσπαθούσε να ανιχνεύσει στο βλέμμα μου τις περιπέτειες της προηγούμενης ημέρας. Το απέφευγα με πονηριά, αλλά η διεισδυτικότητα της ματιάς της δεν με άφηνε ήσυχο.
Ο Μιχάλης με περίμενε κιόλας στο πεζούλι του δρόμου. Με κοίταξε με ύφος αινιγματικό. Τον κάλεσα ν’ ανέβει και του ετοίμασα και το δικό του καφέ, μέτριο, διπλό, σε κούπα. Ο χώρος μοσχοβολούσε απ’ τις πολύχρωμες γαριφαλιές και τα βασιλικά στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Τα επιβατηγά και τα φορτηγά καλημέριζαν την πόλη με τα σφυρίγματά τους.
«Έχω να σου κάνω μια πρόταση», ακούστηκε ο Μιχάλης να μου λέει, ρουφώντας μια γουλιά καφέ στη συνέχεια. Στη μικρή παύση που ακολούθησε, με κοίταξε κατάματα με σοβαρότητα, ενώ τραβούσε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο. Νόμιζα, καθώς τον παρατηρούσα, πως είχε την εικόνα κάποιου που προσπαθεί να προσηλυτίσει τον συνομιλητή του σε άγνωστες θεότητες. Η γνωριμία μας κρατούσε αρκετούς μήνες και κάθε φορά ανακάλυπτα στο πρόσωπό του, νέους εκφραστικούς σχηματισμούς.
«Λοιπόν σε ακούω», του απάντησα.
«Σε λίγο ξεκινάει ο τρύγος όπως ξέρεις», άρχισε να μου λέει. «Η οικογένειά μου θέλει κάμποσα χέρια για το μάζεμα των σταφυλιών. Ο πατέρας μου δέχθηκε να συμπεριλάβει και σένα στο εργατικό δυναμικό που θα χρησιμοποιήσει, αν φυσικά το θέλεις κι εσύ.
Εγώ θέλω να είμαστε μαζί. Με τον πατέρα μου, θέλω να το ξέρεις, έχω άγριες κόντρες και διαφορετικές αντιλήψεις σε πολλά πράγματα, αλλά όμως εκείνος ποτέ δεν κοινοποιεί τις διαφορές μας. Αυτό σου το λέω για να σε καθησυχάσω και για να είσαι ο εαυτός σου. Είναι μια ευκαιρία να είμαστε συνέχεια μαζί, το θέλω πολύ, και εκείνος το κατάλαβε και δέχθηκε την πρότασή μου. Είναι εριστικός μαζί μου και εκ των υστέρων βρίσκει κουσούρια και λόγους, για να απορρίπτει τους φίλους μου. Αυτή τη φορά είμαι σίγουρος ότι θα σπάσει τα μούτρα του, ο παλιοτσιφλικάς».
Έβλεπα στα μάτια του και στον τόνο της φωνής του τη σημασία που είχε για αυτόν να αναπτυχθεί περισσότερο η φιλία μας. Αν και μεγαλύτερός μου κατά επτά χρόνια, περίπου, προτιμούσε εμένα από άλλους συνομήλικους του. Ένιωθα ωραία που σχεδίαζε τον επόμενο μήνα να τον περάσουμε μαζί.
«Θα πάρεις, βέβαια, μεροκάματο κανονικού εργάτη», συμπλήρωσε, «με ύπνο φυσικά και φαγητό. Το σπίτι μας στο αγρόκτημα είναι μεγάλο και ευρύχωρο κι εμείς θα κοιμόμαστε στην ταράτσα, γιατί θα έλθουν εργάτες με τις οικογένειες τους και τα δωμάτια θα δοθούν σ’ αυτούς. Η ταράτσα θα γίνει το λημέρι των ασώτων», ψιθύρισε με ύφος αποπλάνησης.
«Δέχομαι φίλε», του απάντησα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Μου άπλωσε το χέρι με τον αγκώνα του να ακουμπά στο τραπέζι, ανταπέδωσα αυτόματα κι εγώ, η κίνηση αυτή φαινόταν σαν αγώνας δύναμης με τις παλάμες και τα δάχτυλα σφιγμένα, όμως κανένας μας δεν είχε τέτοια διάθεση. Είχα κάνει μια συμφωνία, την πρώτη στη ζωή μου και με τον καλύτερο φίλο μου. Κατά βάθος, ήταν μια συμφωνία του λόγου και της φιλίας. Στο στίβο της ζωής ξεκινούσα με τις καλύτερες προϋποθέσεις.
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι της πρόσοψης του σπιτιού μου, με τις ανθισμένες γλάστρες, μεγέθυναν το δημιουργικό οίστρο του Μιχάλη και έδιναν μια γοητευτική εξωστρέφεια στην κουβέντα μας. Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα με κολύμπι, εξερευνήσεις σε παραλίες στα βόρεια και στα νότια του νησιού, εξωτερικεύοντας και οι δύο πτυχές του εαυτού μας ευφάνταστες, σκανδαλιάρικες, με πολύ αυτοσαρκασμό και ανεμελιά.
Ο Μιχάλης αποδείχτηκε μεγάλος χωρατατζής και πειραχτήρι. Κάποια μέρα με τη θερμοκρασία να χτυπά κόκκινο, περπατήσαμε στην παραλία της Φλωρίδας με τα παλτά μας. Μας έμειναν αλησμόνητες οι χειρονομίες και οι αντιδράσεις των λουομένων: μερικοί ψιθύριζαν με έκπληξη, άλλοι ξέσπαγαν σε γέλια και άλλοι έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι τους στο ύψος του κεφαλιού τους, ότι δηλαδή μας έστριψε. Η μεγαλύτερη πλάκα συνέβη, όταν φορέσαμε σεντόνια λευκά από το σπίτι μας σαν χιτώνες της αρχαίας εποχής και κρεμάσαμε φρέσκα ψάρια δεμένα με μιχίνα στο λαιμό και στ’ αφτιά μας σαν στολίδια. Τα κοσμήματά μας αντί για χρυσό, ελεφαντοστού και φαγεντιανή ήταν φρέσκα ψάρια. Στα χέρια μας αντί για τα αρχαία αγγεία πρόχους και ρυτό, κρατούσαμε πλαστικές κανάτες κι ένας παχύς άντρας παραλίγο να πάθει συγκοπή από το γέλιο και τον βήχα που του προκαλέσαμε. Είχε πέσει στην άμμο ανάσκελα και ξεκαρδιζότανε στο γέλιο με τέτοιο τσιριχτό ήχο, που δεν άργησε ο κόσμος να γελάει και μ’ αυτόν. Άλλες φορές ο Μιχάλης πέφτοντας στα πόδια μου απήγγειλε αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες που είχε αποστηθίσει, ρίχνοντας βρεγμένη άμμο στο κεφάλι του, προσθέτοντας με αυτό τον τρόπο περισσότερο δραματικό τόνο στο ρόλο του.
Δύο μέρες πριν από τον τρύγο πήγαμε στο αγρόκτημα για να κάνουμε τις σχετικές προετοιμασίες, με μία παλιά μηχανή καβασάκι. Ένα απ’ αυτά που ανακάλυψα, κι είχε σχέση με την προσωπικότητά του, ήταν οι στοίβες με βιβλία, αφημένα σε μια γωνιά του δωματίου του να σκονίζονται. Ολοφάνερο απομεινάρι μιας άλλης εποχής που δεν τον ενδιέφερε πλέον, όπως εύκολα μπορούσα να καταλάβω. Αρκετά βιβλία απ’ αυτά τα είχα διαβάσει. Μου αποκάλυψε ότι είχε περάσει στο πανεπιστήμιο και μερικούς μήνες αργότερα το εγκατέλειψε. Όπως υποστήριξε ο χώρος αυτός της ανώτατης παιδείας προετοίμαζε τους αυριανούς εξουσιαστές της κοινωνίας και του κόσμου, έτσι το έβλεπε. Γινόταν φυτώριο των κομμάτων, με στελέχη πιστά αντίγραφα μιας στρεβλής άποψης περί εξουσίας και συλλογικής προσφοράς. Στη σκέψη των περισσότερων υπήρχε η επαγγελματική επιτυχία, με οποιοδήποτε μέσο και τίμημα. Η μελλοντική ανέλιξη ή η αναρρίχησή τους συμβάδιζε με τη στείρα μάθηση της αποστήθισης, και με το εξουσιαστικό ασυνείδητο που υπέβοσκε στην εγκλωβισμένη προσωπικότητά τους.
Μιλούσε με απαξιωτικό τρόπο επίσης για όλους αυτούς που χειρίζονται τον λόγο με άνεση, κι όταν τον αντέκρουα λέγοντάς του, με στοιχεία, ότι υπάρχουν και οι καλοί μορφωμένοι, το αποδέχτηκε με επιφύλαξη λέγοντάς μου πως είναι ελάχιστοι και ίσως τα «άπλυτα» μερικών απ’ αυτών δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμα και πως η ιστορία καιροφυλαχτεί. Ο άνθρωπος στο βάθος του μυαλού του, έλεγε, κρύβει ένα θηρίο αρχέγονο που ακόμα δεν έχει καταφέρει να το δαμάσει.
Είχαμε σοβαρέψει αρκετά με τη συζήτηση αυτή, όταν ξαφνικά με τράβηξε από το μπράτσο και με οδήγησε σε ένα μικρό υπόστεγο. Ήταν το τέλος μιας κληματαριάς γεμάτης από ροζακιά σταφύλια που μας οδηγούσε σε μια μικρή αποθηκούλα. Όταν βρεθήκαμε μέσα στον χώρο αυτό με τις μυρωδιές της κλεισούρας έσκυψε και άνοιξε μια καταπακτή από δύο φύλλα ξύλου σαν πόρτα του πατώματος και κατέβηκε τρία σκαλοπάτια. Υπήρχε ένα μοτεράκι άντλησης του νερού στερεωμένο στο έδαφος και πίσω του ακριβώς ένα σκοτεινό άνοιγμα σαν κατακόμβη. Μου ζήτησε να κατέβω κι εγώ κι όταν το έπραξα, γύρισε ένα διακόπτη του ρεύματος και φάνηκε απ’ το άνοιγμα ένα τεράστιο πετρόχτιστο πηγάδι. Ένιωσα το δέος του απόκρυφου που εμφανίστηκε άξαφνα μπροστά μου να διεκδικεί κάτι από την φαντασία μου. Έσκυψα κι είδα το νερό στο βάθος, κρυστάλλινο, με τη φλέβα του υδροφόρου ορίζοντα να φανερώνει την υπόγεια γαλήνη και να με συναρπάζει. Από το σκηνικό έλειπαν μόνο οι νεράιδες και τα καθρεφτίσματα των κοριτσιών που ψάχνουν στον κλείδωνα τους αυριανούς συζύγους τους.
Ξεκρέμασε ένα σχοινάκι με δύο κόμπους στις άκρες από το τοίχωμα της καταπακτής. Προσάρμοσε την μία άκρη στην εγκοπή του κυλίνδρου τυλίγοντας με τρεις γύρους το μύλο και αμέσως μετά τράβηξε με δύναμη το άλλο άκρο. Το μοτεράκι πήρε μπροστά με ένα εκκωφαντικό θόρυβο σα στούκας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το νερό άρχισε να τρέχει σε μια μεγάλη στέρνα με μια ροδιά στην αριστερή της πλευρά που έκανε δύσκολη την προσπέλαση απ’ αυτό το σημείο της. Πήρε μία ξύλινη σκάφη και την κατέβασε προσεκτικά στο πυθμένα της στέρνας με το λίγο νερό που είχε προλάβει να συγκεντρωθεί και κάθισε μέσα της με τα πόδια του να προεξέχουν και να πλατσουρίζουν στο παγωμένο νερό. Το νερό άρχισε σιγά-σιγά να σέρνει την αυτοσχέδια βάρκα προς την κυκλική φορά του απ’ όπου το εκτόξευε ο σωλήνας και αργότερα σε μερικά λεπτά η άνωση την ανασήκωσε κι αυτή άρχισε να κινείται. Ο Ροβινσώνας της στέρνας αναπαριστούσε την μικρογραφία των ταξιδιών μας σε σχέση με όσα μπορούσαμε να αντιληφθούμε με την δύναμη της καρδιάς στο κάθε λεπτό της ζωής μας, χωρίς να επιμετρούμε τις αποστάσεις, αλλά την αξία τους. Σε λίγο δεν άντεξε το βάρος του και βούλιαξε παρασύροντάς τον, αλλά δεν έχασε το κέφι του. Οι μπόμπιρες είχαν μεγαλώσει πλέον και τα παιδικά χρόνια μας είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Εκείνος, πάντως, δεν έχασε το κουράγιο του και παίρνοντας μια σαμπρέλα από την αποθήκη, ξαναφέθηκε στην ξεγνοιασιά του. Καθώς παρατηρούσα μια μικρή χελώνα που έκανε απρόοπτα την εμφάνισή της στη σκιά μιας βερικοκιάς, ο Μιχάλης ανέβηκε στην κρηπίδα της στέρνας αθόρυβα, εκεί όπου καθόμουν αμέριμνος σταυροπόδι και μ’ έριξε με τα ρούχα στα παγωμένα νερά. Μ’ έπιασε σύγκρυο, το νερό ήταν κρύσταλλο.
«Εδώ είναι η κολυμπήθρα του Μιχάλη», αναφώνησε επικά. «Σε χρίζω συναγωνιστή και αδελφό μου συνέχισε, πιέζοντάς μου το κεφάλι μέσα στο νερό».
Αντέδρασα αυτόματα, του έπιασα τα πόδια και τον αναποδογύρισα, ανταποδίδοντάς του την μαχητικότητα του αντίπαλου νεροπαλαιστή. Σε λίγο βγήκαμε τρέμοντας με τα δόντια μας να κροταλίζουν από το κρύο. Όταν λιαστήκαμε αρκετά καθισμένοι στο τοιχίο της στέρνας, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το ποτιστικό περιβόλι με τα κηπευτικά σε πλήρη ευφορία. Οι πλατύφυλλοι βασιλικοί ενδιάμεσα σε κάθε φυτό έδιωχναν τα ανεπιθύμητα ζωύφια και πρόσθεταν περισσή γεύση και άρωμα στα λαχανικά. Μαζέψαμε ντομάτες ξυλάγγουρα, ένα πεπόνι κι ένα καρπούζι, κόψαμε δυόσμο και γλιστρίδα και μαύρα σύκα από τη μεγάλη συκιά στην άκρη του κτήματος, την οποία είχε φυτέψει ο παππούς του όταν ήταν παιδί ακόμα. Σύμφωνα με τις ιστορίες που του έλεγαν όταν ήταν παιδί, σ’ αυτήν μαζεύονταν φαντάσματα και ξωτικά. Βρήκαμε στην κουζίνα ένα κεφάλι τυρί γινωμένο σε σπηλιά, πέτρα απ’ τη σκληράδα που σ’ έπνιγε με τ’ άρωμά του· μαζί και χοχλιούς, σ’ ένα κοφίνι, που τους βράσαμε με μπόλικο αλάτι στην παλιά γκαζιέρα του σπιτιού, κειμήλιο των Μικρασιατών παππούδων του. Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία του μεσημεριανού φαγητού, που το σερβίραμε σε πήλινες τσανάκες. Υπήρχαν ντάκοι και λάδι σε ένα μεγάλο βαρέλι, καθώς και κόκκινο κρασί σε ένα άλλο, πολλών ετών. Η γεύση του ήταν γλυκόξινη και τρέλαινε ακόμα και τις άνυδρες καρδιές σα να ’ταν νέκταρ των θεών, ενώ τα υπόλοιπα εδέσματα σα να ’ταν η αμβροσία τους. Η τροφή της ανέγγιχτης φύσης…
Όταν τα καταναλώσαμε κάτω απ’ τον ίσκιο τη κληματαριάς με τρελή διάθεση, πέσαμε ξεροί για ύπνο από το μεθύσι, στους πέτρινους καναπέδες, με προσκέφαλο τα χέρια μας. Πρώτη φορά απουσίαζε ολότελα η σκοτούρα και η επίβλεψη των μεγάλων, δεν νιώθαμε να μας απειλούν με τα μάτια του προστατευτισμού. Ο κόσμος μου επανερχόταν στην φυσική του διάσταση κι είχε το άρωμα της ακατέργαστης επιθυμίας. Δεν είχα ζαλιστεί από το κρασί μονάχα, αλλά και από την ελευθερία μου· ήταν τόσο κοντά μου που δεν την έβλεπα ή δεν την ένιωθα όπως τώρα. Πρώτη φορά ζούσα σε πλήρη αυτονομία μαζί με ένα φίλο ανιδιοτελή και ονειροπόλο, που είχε δημιουργήσει τη δική του ουτοπία και ανέπνεε μέσα σ’ αυτή. Ήμασταν ασκητές μακριά από το πλήθος και ζούσαμε μέσα στο μύθο μας χωρίς να χάνουμε την αίσθηση του έξω κόσμου. Η σχέση μου με τον Μιχάλη ήταν μια σύμβαση προσφοράς και ανεκτικότητας, χωρίς εξουσιοδοτήσεις και ρήτρες, ήταν μια σύμβαση καρδιάς.
Είχα ξυπνήσει, σε λίγο σηκώθηκε και ο Μιχάλης, όπως πάντα ακμαίος και ευδιάθετος. Μου πέταξε ένα χαμόγελο, τεντώθηκε και χάθηκε για λίγο. Όταν επέστρεψε κρατούσε δύο αχνιστά φλιτζάνια καφέ που μοσχοβολούσαν. Ανάψαμε και οι δύο τσιγάρα ΚΑΡΕΛΙΑ και αφεθήκαμε παρέα με τα τζιτζίκια και το μονότονο τραγούδι τους στην απόλαυση της ονειροπόλησης. Σε λίγο έφερε από μια γωνιά της κουζίνας και δύο γκαζόζες που τις είχα προσέξει προηγουμένως σε ένα καφάσι, μαζί με άλλα αναψυκτικά και εφόδια για τις μέρες του τρύγου.
Έπειτα μου ζήτησε να πάμε στο μικρό ποτάμι που αποτελούσε το φυσικό σύνορο του αμπελώνα στις δύο πλευρές του, ήταν σαν ημιτελές πέταλο. Τα πλατάνια με την πούδρα τους δοκίμαζαν τα μάτια μας με το τσούξιμό τους, οι καλαμιές με τα κοφτερά, σαν σπαθιά, φύλλα τους άφηναν τα αποτυπώματά τους στο δέρμα μας. Εκχυλίσματα από στυφές μυρουδιές πολιορκούσαν τα σώματά μας. Οι σκαντζόχοιροι, οι χελώνες, οι λαγοί, τα φίδια, τα πουλιά, ερμήνευαν με το δικό τους τρόπο την παρουσία μας. Ο Μιχάλης με οδήγησε στο μεγάλο πλάτανο, τον παιδικό του φίλο, όπως έλεγε. Όταν μάνιζε με τις υποδείξεις της μητέρας του και τις προτροπές του πατέρα του για συμμετοχή στις αγροτικές δουλειές, που από μικρός τις έβλεπε σαν αγγαρεία και σκλαβιά, ο πλάτανος του προσφερότανε ως καταφύγιο. Ο κορμός του είχε ένα βαθούλωμα σαν μητρική αγκαλιά, εκεί τον έβρισκαν όταν χανόταν για μερικές ώρες. Έκοψε μερικά βατόμουρα και μου τα πρόσφερε, έφαγε κι αυτός μερικά, την γλυκιά τους γεύση συνόδευαν τα τζιτζίκια και τα κρυφά μηνύματα των πουλιών. Τα αναρριχώμενα φυτά με την πυκνή βλάστηση δυσκόλευαν το πέρασμά μας για την εξερεύνηση του ποταμού. Ο χρόνος κυλούσε αργά και καθησυχαστικά. Οι φυλλωσιές δημιουργούσαν το παραπέτασμα κάποιου άλλου κόσμου, εκεί, στην παραμεθόριο της ημέρας. Ήμασταν στο εργαστήρι της φύσης, περπατούσαμε σε ένα βαθύτερο παρόν, σε μια ακατοίκητη παράμετρο του εαυτού μας. Τα μάτια μας είχαν την έκφραση της ευμάρειας, επειδή τα είχαμε όλα κι ήμασταν μες στην πληρότητα. Δεν θέλαμε τίποτε άλλο εκτός από το να υπάρχουμε.
Το βράδυ βρεθήκαμε σε καφενείο του διπλανού χωριού να ρεμβάζουμε με μεζέδες και κρασί. Γύρω απ’ αυτό βολτάριζαν μικροί και μεγάλοι με όμορφες κοπέλες. Όλες μας είχαν προσέξει, οι επισκέπτες εξάλλου στον τόπο τους είναι ελάχιστοι και συγκεκριμένοι. Ο Μιχάλης δεν έχασε για άλλη μια φορά την ευκαιρία να δοκιμάσει το ταλέντο του με τις γυναίκες. Κάποιοι μας κέρασαν, ενώ άλλοι μας αντιμετώπισαν με καχυποψία, επειδή το φέρσιμό μας φωτογράφιζε ανθρώπους έξω από τη γνωστή εικόνα των συγχωριανών τους. Καθώς, μάλιστα, ο Μιχάλης χαμογελούσε με μεγάλη ευκολία στα όμορφα κορίτσια του χωριού, ήταν στ’ αλήθεια από θαύμα που γλιτώσαμε από επικίνδυνες εξελίξεις όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μια πρώην συμφοιτήτριά του από το πανεπιστήμιο. Παρέα της είχε επίσης και μια φίλη. Τον χαιρέτησε με ενθουσιασμό, συστηθήκαμε όλοι μεταξύ μας και κάθισαν στο τραπέζι μας. Εξάλλου, δικαιωματικά όσες πετύχαιναν να εισαχθούν στην ανώτατη εκπαίδευση, αποκτούσαν ταυτόχρονα ρόλο ηγετικό στα μάτια των χωρικών, μία σχέση ανάλογη με του πολιτευτή ή με του κοινοτάρχη. Η χειραφετημένη γυναίκα κατά κάποιο τρόπο φόβιζε και είχε ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Αποκτούσε το περιπαικτικό παρατσούκλι της πρωτευουσιάνας.
«Μιχάλη μου ’χεις λείψει πάρα πολύ», έκανε την αρχή η φίλη του η Ηρώ.
«Κι εμένα», απάντησε ο Μιχάλης.
«Η Αθήνα δε σε σήκωνε, το ένιωθα κάθε φορά που άκουγες Ξυλούρη και Μουντάκη, εσύ παιδί μου είσαι ελεύθερος σαν τον άνεμο, ασυμβίβαστος, σωστό αγρίμι, οι δεσμεύσεις σε αποσυντονίζουν. Είναι σίγουρο ότι και ο Μανώλης διακατέχεται απ’ τις ίδιες αντιλήψεις με σένα», συμπλήρωσε η Ηρώ.
«Μα δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά» απάντησε ο Μιχάλης. «Ο Μανώλης εκτός από αντράκι που το λέει η καρδιά του, είναι χαρακτήρας πρωτόγεννος από τη διασταύρωση Ιώνων και Μινωιτών. Θα διαπρέψει στο σοφό τίποτα, επειδή κουβαλάει πάνω του όλα εκείνα που οι άλλοι προσπαθούν μια ζωή να αποκτήσουν και δεν τα καταφέρνουν. Επειδή είναι αυτάρκης με αυτά που έχει, φυσιοδίφης και δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν.
«Και τι θα κάνει στη ζωή του;», ρώτησε η Ανδριανή.
«Θα έχει ανοικτές τις πόρτες και τα παράθυρα του εαυτού του, να μπαινοβγαίνουν οι άνθρωποι οι ταπεινοί και οι άνθρωποι αρπακτικά, ο καθένας για τους δικούς του λόγους να παίρνουν τα κομμάτια του. Ο Μανώλης είναι προορισμένος για να δίνει, ενώ κάποιοι άλλοι είναι για να παίρνουν».
«Και τι θα γίνει», ξαναρωτάει η Ανδριανή.
«Α κορίτσι μου, μα δε καταλαβαίνεις, ο Μανώλης είναι ποτάμι, αλλά όχι αυτό μόνο που βλέπουμε, είναι και το άλλο κομμάτι της κυκλικότητάς του, δηλαδή η διαδικασία των υδρατμών το σύννεφο, η βροχή, δηλαδή αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι περισσότεροι, τεχνίτης της ζωής».
«Με κάνετε να ντρέπομαι», απάντησα. «Σας παρακαλώ, μην τα πιστεύετε όλα αυτά που λέει, ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα του Μιχάλη και όχι στο δικό μου. Σας περιγράφει έναν ιδανικό άνθρωπο που διψά να γνωρίσει, φοβάμαι πως θα τον απογοητεύσω. Ας αλλάξουμε κουβέντα».
Τα κορίτσια μας ακολούθησαν αργότερα με μια βέσπα· τις είχαμε προσκαλέσει για βεγγέρα στο σπίτι του Μιχάλη. Ανεβήκαμε στην ταράτσα από μια εσωτερική σκάλα του οντά παίρνοντας μαζί μας βελέντζες, μπατανίες, κουρελούδες, σεντόνια και μαξιλάρια, τακτοποιημένα όλα σε ένα παλιό μπαούλο που μύριζε ναφθαλίνη. Ο ξάστερος ουρανός μας έγνεφε με τα χιλιάδες φωτεινά του μάτια να συμμετάσχουμε στο παιχνίδι της έλξης. Όλο το ακρόαμα φωτεινότητας μας παρότρυνε σαν ερωτική περίπολος να ενδώσουμε στο θαύμα της ζωής, στο θαύμα της συνουσίας. Ο Μιχάλης σε μια γωνιά πότιζε τον κρυφό έρωτα της Ηρώς που δεν τόλμησε να τον εξωτερικεύσει ποτέ της στην Αθήνα. Μισόγυμνος την άφησε να δοκιμαστεί με τον εαυτό της, να αναστείλει τις φοβίες της και να ανοίξει τους κρουνούς του σώματός της. Από τη μεριά της είχε ήδη προδιαγράψει την τελική έκβαση της βραδιάς και περίμενε το καυτό έναυσμα που δεν άργησε νά ’ρθει. Με το χέρι του Μιχάλη μαξιλάρι και το άλλο να της κρατά το πηγούνι με τα δάκτυλα του να ακραγγίζουν τα ζυγωματικά της, όρμηξε στα χείλη της λες και ήταν χρόνια διψασμένος, από τα γυναικεία φιλιά. Μόλις του παραδόθηκε το χέρι του άρχισε να γλιστράει σιγά-σιγά στο στήθος της και δεν έμεινε μόνο εκεί αλλά κατέβαινε χαμηλότερα κάτω από τη φούστα της με αλαφράδα, δίνοντας στο σώμα της το μαστίγωμα της ηδονής, στο άρμεγμα των αισθήσεων. Ο χρόνος της ζωής της τώρα έφτανε στο απόκρημνο σημείο της απογείωσης, στο σημείο της μιας επιλογής που έπρεπε να ταξιδέψει με το όχημα του ονείρου. Ελευθερώνοντας με μία απότομη κίνηση και το άλλο του χέρι, σύρθηκε πάνω της γλείφοντας τα στήθη της, το φάλι της και φτάνοντας στο διάσελο του κορμιού της. Η γλώσσα του την ανατίναξε σαν δυναμίτιδα στη θάλασσα.
Η Ανδριανή γυρισμένη προς το μέρος μου έκανε πως λαγοκοιμόταν ενώ το αριστερό της χέρι ήδη είχε πιάσει δουλειά, πιστεύοντας ότι έπρεπε αυτή να κάνει το πρώτο βήμα μια κι εγώ, όπως πίστευε, ήμουν απαθής. Ξεκούμπωσε τα κουμπιά του πουκαμίσου μου κι άρχισε να παίζει μαζί μου. Εγώ αποβλακωμένος από το θέαμα των σωμάτων απέναντί μου, διαπίστωνα για δεύτερη φορά ότι οι Μιχάλης κι εγώ είμαστε το αδιαίρετο ένα, το δισυπόστατο σώμα. Ξυπόλητος όπως ήμουν, η Ανδριανή δεν άργησε να με γδύσει εντελώς κι όρμησε με χέρια και με γλώσσα στο σώμα μου, διοχετεύοντας την εξουσία της αφής στο κορμί μου. Ανταπέδωσα κι εγώ το ίδιο σ’ εκείνη βγάζοντας της τα ρούχα και σκορπώντας τα εδώ κι εκεί. Την τράβηξα από τα μπράτσα, κι άρπαξα το κεφάλι της στις παλάμες μου. Τα χείλια μας κόλλησαν σαν βεντούζες, σαν συγκοινωνούντα δοχεία τα στόματά μας έκαναν αφαίμαξη ηδονής και απόσταξη της γαλαξιακής ουσίας. Δεν είμαστε άνθρωποι, μόνο αισθήσεις σε άυλα σώματα της ευφροσύνης. Γυρνώντας ανάσκελα την ανέβασα επάνω μου και το ερωτικό φεγγοβόλημα των αστεριών μας χάριζε το καινούριο συλλαβάριο του πόθου. Η βροχή με τις φωσφορίζουσες συλλαβές έλουζε τα σώματά μας, οι πόθοι ζευγάρωναν μαζί τους. Είμαστε οι συρμοί και τα έμβολα της ώθησης στις ράγες του ονείρου. Άνθιζε το τίποτα με ολόλευκους κρίνους. Ηχητικοί λεπτοδείκτες τα τριζόνια κατέγραφαν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, την αιωνιότητα. Πυρώσανε οι φλέβες και η σάρκα αφουγκράζεται το φως του φεγγαριού που παραμιλά, με τις ακτίνες των ηχοχρωμάτων του που πάλλονται στο άγγιγμα των δαχτύλων μου. Το σώμα μου αρμενίζει ελεύθερο, ανοίγει διαδρόμους σε απόρθητες στιγμές. Όπως κι εγώ δε θυμάμαι πια πότε και που νόμιζα τότε, ότι έβλεπα ζωή τριγύρω μου, και βάδιζα στα χρόνια της ερημιάς μου ανύποπτος, κι ήταν η δίψα μου για αληθινή ζωή που μ’ έριξε στους καταρράκτες της και όλα τα μεγάλα και τα πομπώδη κατέρρευσαν. Ο ίλιγγος, μας έριξε στους χειμάρρους της απόλαυσης. Μετά από ώρα τέσσερα ζευγάρια μάτια κείτονταν εξαντλημένα στη στάση της απαντοχής για να πάρουν μια ανάσα, είχαμε πολύ δρόμο όλη τη νύχτα.


Η πρωινή δροσούλα έσβηνε τα αποκαΐδια της βραδιάς. Είχαμε μείνει μόνοι, εγώ κι ο Μιχάλης στην ταράτσα, να μας δροσίζει το χάραμα, τα κορίτσια είχαν φύγει αθόρυβα, αποφεύγοντας τις απρόσμενες συναντήσεις με τους χωρικούς και τα αδιάκριτα βλέμματα. Μόλις ξύπνησε τεντώθηκε κι έπειτα σηκώθηκε όρθιος, γυμνός όπως ήταν, κι άρχισε να βγάζει κραυγές σαν αγριάνθρωπος. Τα σκυλιά της πεδιάδας τού απαντούσαν, όλα μαζί, με τα γαυγίσματά τους.
Ήταν λίγες μέρες μετά που ξεκίνησε ο τρύγος. Όλα ήταν τακτοποιημένα στην εντέλεια, είχαμε προετοιμάσει και προβλέψει τα πάντα. Ο πατέρας του δεν παρέλειψε να μ’ ευχαριστήσει μ’ ένα εγκαρδιωτικό «μπράβο παιδιά μου». Στα μάτια του διέκρινα την συμπάθεια. Εγώ έκανα τα αδύνατα δυνατά να του δείξω την αξιοσύνη μου. Συναγωνιζόμαστε με το Μιχάλη ποιος θα μεταφέρει πιο γρήγορα τα κοφίνια με τα σταφύλια στον οψιγιά. Εκεί γινόταν το βάπτισμα μέσα στην υγρή ποτάσα και μετά το άπλωμα στη λωρίδα από χαρτί. Οι κόφτρες με τις ριγέ ανοιχτόχρωμες μαντίλες για να προστατεύονται από τον ήλιο, ήταν τέσσερις ανά μία σε κάθε σειρά. Παρατηρούσα το Μιχάλη να πηγαίνει συχνότερα σε μία συγκεκριμένη κοπέλα. Οι άλλοι δύο κουβαλητές το είχαν επίσης προσέξει. Μάλιστα αργότερα έμαθα ότι ήταν η κόρη του ενός από τους δύο, αλλά δεν έδειχνε να τον πειράζει. Στο μεσημεριανό φαγητό πρόσεξα την ομορφιά της κοπέλας, που ήταν γύρω στα 17 και τις πονηρές ματιές που έριχνε στο Μιχάλη και τα στραβά μάτια που έκανε η μητέρα της που ήταν μία από τις κόφτρες. Το βράδυ ο Μιχάλης μου εξομολογήθηκε ότι ήταν αυτή «Η Κατερίνα του, που θα την έκανε γυναίκα του και μάνα των παιδιών του». Μου είπε πως ήταν μια συμφωνία χωρίς υποσχέσεις, δίχως λόγια και πως ποτέ δεν είχαν φιληθεί. Απλώς ήταν η μυστική συμφωνία του πρώτου κοιτάγματος, ότι ήταν το θέλημα της μοίρας, το ήξεραν κι οι δυο κι απλώς περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου που δε θα αργούσε να έρθει. Τα πειράγματα φούντωσαν από μέρους μου. Δεν έχανα πλέον την ευκαιρία να τον αποκαλώ περιπαιχτικά «γαμπρό», ενώ εκείνος μου πετούσε τις ρόγες από τα σταφύλια.
Στο τραπέζι καθόμαστε δίπλα-δίπλα, όπως περίμενε ο ένας τον άλλον στον οψιγιά για να επιστρέψουμε μαζί για το επόμενο φόρτωμα, με τα κοφίνια δύο-δύο στους ώμους μας. Ο δάσκαλος του χωριού που ήταν ο δεύτερος κουβαλητής μάς αποκαλούσε τα Διοσκουράκια. Στο τελευταίο πλούσιο τραπέζι η Κατερίνα δεν ήθελε να φάει το φαγητό της. Παρά τις χαμηλόφωνες παραινέσεις της μητέρας της αυτή αρνιότανε πεισματικά. Η αγάπη της για τον Μιχάλη την κατέτρωγε. Εκείνος το πρόσεξε και με γλυκό και ευθύβολο τρόπο της ζήτησε να φάει όσο μπορούσε. «Πρέπει» της είπε κοιτάζοντάς την στα μάτια με ύφος συζύγου. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και υπάκουσε. Πελαγοδρομούσε στο κοίταγμά του. Έπαιρνε το ωραιότερο δώρο από τον Μιχάλη στην διάρκεια του τρύγου, σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε ευλαβικά. Ήταν από τα ωραιότερα κορίτσια του Ηρακλείου που είχα δει. Ο Μιχάλης γεμάτος ζωτικότητα σήκωσε το ποτήρι του «Στην υγειά σας»!
«Στην υγειά σου και καλή σοδειά», ακούστηκε απ’ όλους. Ο Μιχάλης καθυστέρησε να ακουμπήσει το ποτήρι στα χείλη του κοιτάζοντας επίμονα την Κατερίνα. Εκείνη αγαπησιάρικα έσκυψε το κεφάλι από ντροπή. Ο κόσμος της ήταν εκείνος και μόνο εκείνος, θα τον περίμενε όσο χρειαζότανε όσο κι αν αργούσε ήξερε ότι ήταν το ριζικό της.
Το βράδυ πίναμε τσικουδιά οι δυο μας στην ταράτσα με αμύγδαλα και καρύδια. Μου ήρθε η επιθυμία να τραγουδήσω το τραγούδι “Τρελό παιδί ο έρωτας” κι ο Μιχάλης συνέχισε μετά με το τραγούδι “Χρειάζομαι όλο το μίσος σου απόψε”. Άρχισε να τον σιγοκαίει η απουσία της Κατερίνας όπως φάνηκε. Ζαλισμένοι και με το ρυθμό μέσα στην καρδιά μας σηκωθήκαμε και χορέψαμε πεντοζάλη. Μετά από λίγο σωριαστήκαμε στο έδαφος από την κούραση και βάλαμε τα γέλια. Το γέλιο μας χαλούσε τη γαλήνη της πεδιάδας. Ακούστηκε η φωνή του πατέρα του να ρωτά τι κάνουμε εκεί πάνω. Ο Μιχάλης απάντησε θριαμβευτικά «Είμαστε οι χορευτές της στέγης». Ξαπλωμένοι κατάχαμα αγναντεύαμε τον ουρανό. Ένα αστέρι διέγραψε την τελευταία τροχιά της ύπαρξής του.
«Κάνε μια ευχή παιδί της θλίψης» με παρότρυνε.
«Να είμαστε φίλοι για πάντα», του απάντησα.
«Θα είμαστε», απάντησε και συνέχισε: «Να ξέρεις η ζωή έχει τους δικούς της σκοπούς για τον καθένα μας. Όπως και νά ’χουν τα πράγματα όμως, την πρωτοκαθεδρία στους φίλους μου θα την έχεις εσύ. Πολλές φορές σε παρατηρούσα όταν μιλούσες κι όταν χανόσουνα στις σκέψεις σου. Πενθείς για ό,τι έχασες και για ό,τι θα χάσεις, επεξεργάζεσαι το κάθε τι που σου συμβαίνει, ζεις με τις πραγματικές διαστάσεις των πραγμάτων και των καταστάσεων που συνδέονται καθημερινά μαζί σου. Κι όταν αφήνεσαι στο όνειρο, στο μύθο, ή ψάχνεις το νησί της ουτοπίας δεν χάνεις τον εαυτό σου αλλά ανοίγεις διαύλους επικοινωνίας με αυτά που είναι πίσω από το βουνό, πίσω από τα προσδιορισμένα που μας έμαθαν να συνυπάρχουμε. Είσαι ένας εξερευνητής, η εμπροσθοφυλακή των αλπινιστών στα δύσβατα μονοπάτια της μοίρας. Ξέρω ότι παλεύεις με τα ανάμεικτα αισθήματα της χαρμολύπης, γνωρίζω και την επίδραση που έχουν στον χαρακτήρα σου: δεν τα αφήνεις να περάσουν έτσι, τα αναλύεις με στωικότητα και τα συμπεριλαμβάνεις σε στοιχεία του δρόμου της ζωής σου». Το ψυχογράφημα που μου έκανε, ήταν καταρχήν του εαυτού του και ίσως να είχε και αρκετά στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο ώριμος για την ηλικία μου, προσπαθούσε να με γαλουχήσει να με εμπνεύσει και ήμουν έτοιμος γι’ αυτό. Εξάλλου ήμουν πεπεισμένος για τα κίνητρά του και το σημαντικότερο τον είχα αποδεχθεί πλήρως. Ήμουν αφοσιωμένος στην φιλία μας γιατί ένιωθα όμορφα γι’ αυτήν. Η νύχτα κύλησε με πολύ κουβέντα και ενδοσκοπήσεις, ενδοψίες, όπως τις λέγαμε.
Η φιλία μας θα περνούσε από πολλές διακυμάνσεις και δοκιμασίες απρόσμενες και εκτός Κρήτης. Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι και η σχέση μου με το Μιχάλη πέρασε από συμπληγάδες, καταιγίδες, στιγμές δημιουργικότητας και αναδύθηκαν στη φιλία μας στοιχεία που δεν τολμούσαμε να αποδεχτούμε. Μερικά πράγματα ήταν καλά κρυμμένα στα βάθη της ψυχής μας. Όμως μάθαμε να ζούμε μέσα από παλινωδίες και καθυστερήσεις που δεν τις υπολογίζαμε εκ των προτέρων, γι’ αυτό που πραγματικά θέλαμε. Τουλάχιστον μάθαμε να αποδεχόμαστε την αλήθεια, και οι παλίμψηστες καρδιές μας μάτωναν κάθε φορά με το ξεσκέπασμα κάποιας πτυχής του εαυτού μας που δημιουργούσε εντάσεις. Όσο πηγαίναμε πιο βαθιά με το σβήσε-γράψε της αυτογνωσίας μας, μαθαίναμε να πορευόμαστε αποδεχόμενοι τις απώλειές μας. Δεν μέναμε προσκολλημένοι σε μια εποχή και αυτό ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεγάλης αγάπης που είχε ο ένας για τον άλλο, μιας αγάπης που παρέμενε αναλλοίωτη έστω κι αν δεν βλεπόμασταν τόσο συχνά, όσο θα θέλαμε. Ο καιρός περνούσε με εξορμήσεις στις παραλίες του νησιού κι εμείς είχαμε γίνει πλέον αχώριστοι.
Όμως ξαφνικά, κάποια μέρα, η μητέρα μού ανήγγειλε ότι έπρεπε να μετακομίσουμε επειγόντως στην Αθήνα, επειδή ο πατέρας μου είχε σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του. Έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε. Αυτό που με στενοχώρησε περισσότερο ήταν ο αποχωρισμός μου από τον Μιχάλη. Αυτή η επιλογή στις προτεραιότητές μου έγινε αυτόματα, χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιήσω.
Όταν ήρθε εκείνη η μέρα που φεύγαμε με το καράβι οικογενειακώς, ο Μιχάλης βρισκόταν στο πάνω σημείο του μόλου και τσάκιζε αχινούς με μια πέτρα. Στεκόμουν στην πρύμνη του καραβιού, ήξερε ότι τον έβλεπα, μα εκείνος δεν γύρισε να με κοιτάξει. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί τον αποχωρισμό μας και το χειρότερο γι’ αυτόν, δεν μπορούσε να τον αποτρέψει. Η προπέλα του καραβιού γύριζε βιαστικά σαν τον χρόνο: άλεθε τους παράλληλους δρόμους μας, μα δε θα κατάφερνε ποτέ να μας χωρίσει, όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε. Το καράβι απομακρυνόταν από το λιμάνι κι ο Μιχάλης συνεχίσει να προσφέρει λατρεία στον θεό Ποσειδώνα. Με τη θυσία των αχινών προσπαθούσε να εξευμενίσει το θεό της θάλασσας, το θεό της φιλίας μας για το ταξίδι της ζωής μας· και φυσικά για το ταξίδι της επιστροφής μου, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί...


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

''Θελω το ασπρο πουκαμισο της βιτρινας...εκεινο με τις τσεπες στο στηθος....Στην μια να βαλω την ζωη μου και στην αλλη την καρδια μου''
Ισως τουλαχιστον αυτο πρεπει να εκδοθει καποια στιγμη που μονο εσυ θα το αποφασισεις.....
Ειναι κριμα να μη ξερουν ατομα το μεγεθος του ταλεντου σου....

Ειρηνη Τσ.